Τρία στην πέμπτη

A R N E D A H L 14 «Μη με λες Ντεζιρέ». Μετά έκανε το επόμενο βήμα. Η Μόλι Μπλουμ κοίταξε γύρω της στο κομμάτι του δρόμου που εκτεινόταν μέχρι το μικρό συγκρότημα κόκκινων εξοχικών στην Οσεγκάταν. Σχεδόν ζωντανός ακόμη ο χειμώνας, ήταν κι ένα κρύο, δριμύ Σάββατο στις αρχές του Μάρτη και μέσα σε μερικά λεπτά η θέλησή της για ζωή θα υπερδιπλασιαζόταν. Καθώς άνοιγε την πόρτα εισόδου κι έμπαινε στο κτίριο της Πλουγκ­ γκάταν στο Σέντερμαλμ της Στοκχόλμης, έμεινε έκπληκτη που είχαν γίνει έτσι τα πράγματα. Ούτε ένα δευτερόλεπτο από τον πρότερο βίο της δεν περιείχε έστω και μία σκέψη γι’ αυτό το είδος ζωής · αυτό το είδος ζωής που τώρα ήταν τα πάντα. Μα τι είχαν απογίνει τα όνειρά της; Ανέβηκε τα σκαλιά δυο δυο και μπροστά στα μάτια της ξανοίχτηκε ένας κόσμος που είχε χαθεί. Κρόσφιτ, αυτοάμυνα για γυναίκες, αίμα, ιδρώτας και δάκρυα. Σαν ανέβηκε και τα τελευταία σκαλοπάτια, ο κόσμος εκείνος εξανεμίστηκε κι αντι­ καταστάθηκε από αυτόν εδώ, τον παρόντα κόσμο που και μου­ ντότερος ήταν και ψυχρότερος. Αλλά σύντομα θα φωτιζόταν κι αυτός. Πίεσε το κουδούνι της πόρτας. Ο άντρας που άνοιξε δεν φαινόταν τόσο φωτισμένος. Κι ακόμα λιγότερο χορτασμένος από ύπνο. Το μωρό που κρεμόταν στον μάρσιπο στο στέρνο του ροχάλιζε του καλού καιρού. «Της αρέσει το νερό» έκανε ο άντρας κάπως άναρθρα. «Είναι αδύνατον να καταλάβω τι λες» είπε η Μόλι Μπλουμ. Ο Σαμ Μπέργερ ίσιωσε απότομα την πλάτη του και διευ­ κρίνισε καθώς η ραχοκοκαλιά του συνέχιζε τα τριζοβολήματα: «Άφηνα το νερό να τρέχει όλη τη νύχτα. Ο μόνος τρόπος να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=