Τρία στην πέμπτη

A R N E D A H L 10 λώνουν στις ολισθηρότατες ξέρες, κάνουν γλίστρες σαν να βρίσκονται σε τσουλήθρα μέχρι να πονέσει ο πισινός τους και μετά κάνουν μακροβούτια, κολυμπούν κάτω από το νερό αναζητώντας τις πολύχρωμες πέτρες. Επικρατεί μια παράξενη σιωπή τούτο το καλοκαιρινό βράδυ. Μέχρι που ακούει ένα ισχνό, αμυδρό μουγκρητό, σχεδόν στο όριο του ανεπαίσθητου. Να είναι άραγε κινητήρας; Μετά χάνεται ξανά. Νομίζει ότι είναι σκοτεινά. Έπρεπε να είναι σκοτεινά. Έπρεπε τώρα να βρίσκονται σ’ εκείνες τις ελάχιστες σκοτει- νές ώρες που ο δίσκος του ήλιου βουτάει στο άγνωστο πίσω από τον ορίζοντα. Μολαταύτα δεν έχει την παραμικρή ιδέα. Πραγματικά δεν έχει την παραμικρή ιδέα. Αλλά μέσα του κάτι θεριεύει. Είναι πέρα από τον έλεγχό του. Δύο πράγματα θεριεύουν μέσα του ταυτόχρονα. Το ένα είναι ο φόβος, ο τρόμος, η φρίκη. Ξέρει ότι αυτό εδώ είναι για το καλό του, αλλά δεν θέλει να πονέσει. Δεν θέλει να περιμένει τον πόνο. Μισεί αυτό που θα συμβεί στα επόμενα λεπτά της ώρας αυτή εδώ τη νύχτα του Ιούλη. Εκεί είναι που γεννιέται το άλλο, εκείνο που επίσης θε- ριεύει μέσα του αυτή τη στιγμή. Είναι η οργή. Η οργή για την προδοσία. Και παρόλο που είναι τόσο μικρός, ξέρει ότι αυτή η οργή δεν θα φύγει ποτέ από μέσα του. Κι είναι η οργή που καίει ανοίγοντας τρύπες στο πανί κι είναι σαν να βλέπει τα πάντα. Βλέπει την αμμώδη παραλία που απλώνεται προς το ακί- νητο νερό, βλέπει τις ξέρες που προεξέχουν όλο θράσος, βλέπει την παρυφή του δάσους να τρώει και να διαπερνάει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=