Τρία στην πέμπτη

Τ Ρ Ι Α Σ Τ Η Ν Π Ε Μ Π Τ Η 19 Μετά πάει ως το τραπέζι και χτυπάει σταυρωτά τα χέρια γύρω από το σώμα του για να ζεσταθεί. Πιτσιλιές πετάγονται από πάνω του. Πιτσιλιές αίματος πέφτουν τριγύρω του. Στάζει αίμα από πάνω του. Πετάει το κυνηγετικό μαχαίρι στο τραπέζι και κάθεται βα­ ρύς σε ένα από τα σκαμπό. Το φως της χαραυγής είναι ακόμη πολύ αμυδρό για διάβασμα αλλά όχι τόσο αμυδρό για να δει κανείς τις σκουροκόκκινες πιτσιλιές ν’ απλώνονται πάνω στο γαλαζοπράσινο καρό τραπεζομάντιλο που μοιάζει να ’ναι το πιο καινούργιο αντικείμενο εκεί μέσα. Ο νεαρός άντρας θα ήθελε να γείρει πίσω, να ξεκουραστεί μετά τις κακουχίες της παγωμένης νύχτας, αλλά τα σκαμπό δεν έχουν πλάτη. Και ίσως να είναι καλύτερα που δεν μπορεί να γείρει πίσω και ν’ αποκοιμηθεί. Πρέπει να μείνει ξύπνιος. Τελικά. Επίσης το κρύο έχει φτάσει τόσο βαθιά στο μεδούλι που θα μπορούσε να πεθάνει από αυτό. Εντούτοις καταφέρνει να κάνει μια παύση και για μια στιγ­ μή να εκπλαγεί. Έχει αρχίσει. Σαν να στέκεται απέξω, βλέπει το μαχαίρι να υψώνεται. Σαν να έχει μια δική του ζωή συνεχίζει να κόβει. Όταν αφα- νιστεί επιτέλους το πρόσωπο, το μαχαίρι κατεβαίνει προς τον κορμό, στο στέρνο, στο πρόσωπο ξανά μια τελευταία φορά. Δεν το κάνει ξέφρενα και παρανοϊκά, μετράει άλλωστε μέχρι το δεκαοχτώ. Μετά σταματάει. Είναι τόσο παράξενο που μπόρεσε πραγματικά να το ξεκι­ νήσει. Υπάρχει ένα τέλος, ένα λογικό τέλος, μόνον η αρχή ήταν που φάνηκε αβέβαιη. Όχι τώρα πια, όμως. Τώρα θα ωθήσει τα πράγματα στο αδιαφιλονίκητο κι αυτονόητο τέλος. Παρατηρεί το πυκνόρρευστο αίμα, το αναποφάσιστο αργο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=