Τρία στην πέμπτη

Τ Ρ Ι Α Σ Τ Η Ν Π Ε Μ Π Τ Η 17 Κάτι την κράτησε ακίνητη –ασφαλή, σταθερή– και τη σήκω­ σε πάνω, την ανάγκασε σε μια νέα λαβή. Μέσα από τα δάκρυα είδε το στόμα ενός γυναικείου προσώπου να κινείται. Δεν άκουγε τίποτα. Έτσι έβγαλε φωνή: «Δεν μπορώ άλλο. Πονάω πάρα πολύ». Τα σκουρόχρωμα μάτια καρφώθηκαν πάνω της. Έπειτα ακούστηκε η φωνή: «Παράτα τα τότε, που να πάρει η ευχή, για να δεις πόσο καλύτερα θα είναι». Αυτό που την έκανε να κινείται τώρα μεταξύ των νησίδων ήταν οργή, σχεδόν μίσος. Το χλευαστικό πρόσωπο ήταν τώρα σαν μια οφθαλμαπάτη μπροστά της κι όταν το έφτανε, εκείνο απομακρυνόταν και βρισκόταν ξανά σε σημείο που δεν το έφτανε. Από το πρόσωπο της γυναίκας προέκυψε ένα πρόσωπο αντρικό με έντονα σλαβικά χαρακτηριστικά και μια ουλή που έμοιαζε με Ρ στο μάγουλο. Αυτό της έδωσε δύναμη. Ήθελε να φτάσει εκεί. Ήθελε να σκοτώσει. Προσπάθησε να προχωρήσει με βήμα μερμηγκίσιο. Σε κάθε χιλιοστό άστραφτε. Και βρέθηκε σχεδόν εκεί όταν η γυναικεία φωνή διαπέρασε το αντρικό πρόσωπο και βρυχήθηκε: «Ένα ακόμα βήμα. Έλα, κάνε μια προσπάθεια, Ντίαρ».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=