Τρία επί ψυχής
10 ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ τσουλάει με επιδεξιότητα στο έδαφος και μετά από μερικές ακόμα γυμναστικές επιδείξεις φτάνει σε ένα σκοτεινό αδιέ ξοδο. Ένας προβολέας πέφτει πάνω του, τάχα αιφνιδιαστικά, και το αγόρι κοιτάει την κάμερα με πλαστό τρόμο. Λέει «πα ραδίνομαι» σηκώνοντας τα χέρια και η φωνή του ηχεί περίερ γη, σαν να προέρχεται από πηγάδι πλημμυρισμένο με μικρό φωνα. Αποδεικνύεται ότι, όλη αυτήν την ώρα, το αγόρι τρέχει να ξεφύγει από κάποιον που έχει γίνει ένα με την οπτική γωνία της κάμερας. Η κάμερα όμως γυρνάει τώρα εντελώς απροσδόκητα και δείχνει τον διώκτη του αγοριού: είναι ένα μεγάλο κρουασάν ή μάλλον μία ψηφιακή αναπαράστασή του, όχι ιδιαίτερα πετυχημένη. Το κρουασάν πάντως μοιάζει έξαλ λο –τα φρύδια του ανασηκωμένα, τα μάτια του δύο πυρακτω μένες μπίλιες σοκολάτας–, αλλά και ικανοποιημένο που επι τέλους στρίμωξε το ατίθασο αγόρι. Μέσα στον ψεύτικο τρόμο του, ο οποίος είναι κωμικά υπερβολικός, το αγόρι δείχνει να θυμάται επιτέλους κάτι που ήξερε από την αρχή: το πρόσωπό του αλλάζει όψη, γίνεται και πάλι χαρούμενο, γεμάτο αυτο πεποίθηση. Με μια αποφασιστική κίνηση, απλώνει το χέρι του προς τον διώκτη του και τον αρπάζει. Το μεγάλο κρουασάν μεταμορφώνεται σε κανονικό, μάλιστα φοράει και τη φαντα χτερή κίτρινη συσκευασία του. Το αγόρι τη σκίζει και φέρνει το κρουασάν κοντά στο στόμα του. Κοιτάει την κάμερα και λέει με νάζι «δεν ξεφεύγεις!» · είναι σαν να το λέει στον εαυτό του. Έπειτα, ρίχνει στο κρουασάν μια γερή δαγκωματιά. Μία χαζοχαρούμενη μελωδία αρχίζει να παίζει, καθώς το σκηνικό αλλάζει άρδην: το αγόρι διακτινίζεται μαζί με το κρουασάν στην πλατεία που ήταν και πριν, με τη διαφορά πως τώρα δεν
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=