Τρελαντώνης

Τ Ρ Ε Λ Α Ν Τ Ω Ν Η Σ [13] παλάμη του. Ο Αντώνης όμως, με τα δυο του χέρια στις τσέπες του πανταλονιού του, δεν το θεώρησε αξιόπρε- πο για ένα αγόρι να ενθουσιαστεί με το εύρημα ενός κο- ριτσιού. Και είπε ακατάδεχτα: — Οι δικοί μου είναι πιο μεγάλοι! Και η Αλεξάνδρα, που ακολουθούσε πάντα τον Αντώ- νη, είπε: — Και για να τους πετάξουν εδώ, θα πει πως είναι χαλασμένοι! Απογοητευμένος άνοιξε ο Αλέξανδρος τα χέρια του και οι βόλοι του σκορπίστηκαν στο χώμα. Η Πουλουδιά όμως επέμεινε. — Πού το ξέρεις πως τους πέταξαν; ρώτησε. Μπορεί ένα αγόρι να τους είχε στην τσέπη του, και να τρύπησε η τσέπη του, και να του έπεσαν όσο περπατούσε. Για δες, έχει παντού, εδώ, κι εκεί, και παρακάτω! Θα έτρεχε το αγόρι και θα έπεφταν οι βόλοι... — Πφφφ... διέκοψε ο Αντώνης, που είχε πολλή όρεξη να πάρει από τον θησαυρό της αδελφής του, μα που δεν το καταδέχουνταν πια, μιας και τον είχε περιγελάσει. Ξέρεις και συ τώρα από αγόρια! Πειραγμένη στο φιλότιμό της για την περιφρονητική αδιαφορία των αδελφών της, η Πουλουδιά γέμισε την τσέπη της και είπε: — Καλά. Όταν αύριο μου ζητήσετε τους βόλους μου, εγώ δε θα σας τους δώσω! Και κάκιωσε και δεν ήθελε να ρίξει με τους άλλους πέτρες στον γιαλό.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=