Τρελαντώνης

Π Η Ν Ε ΛΟ Π Η Δ Ε ΛΤΑ [12] Τι δεν έβρισκες εκεί μέσα! Πράσινα και γαλάζια κομ- μάτια γυαλί, κάποτε και άσπρα, χαλκάδες τενεκεδένιους σκουριασμένους ή καπάκια κουτιών στρογγυλά, σα ρό- δες χωρίς αξόνι —μα ο Αντώνης έλεγε πως ήταν εύκολο να τους κάνεις αξόνι μ’ ένα καρφί που θα τα τρυπούσε στη μέση—, κάποτε κανένα κουδουνάκι σιδερένιο χωρίς γλωσσίδι —που και αυτό διορθώνουνταν, βεβαίωνε ο Αντώνης, με μια μεγάλη χάντρα της Αλεξάνδρας, κρεμα- σμένη σε μια κλωστή— μόνο που η Αλεξάνδρα, που είχε πέντε τέτοιες χάντρες, δεν ήθελε να δώσει καμιά —, κά- ποτε κανένα κομμάτι σκοινί ή σπάγο ή τέλι · μα προπά- ντων πέτρες, πέτρες όλων των σχημάτων, με φλέβες στα- χτιές, μενεξελιές, τριανταφυλλιές ή μαύρες. Μια μέρα, η Πουλουδιά βρήκε έναν αληθινό θησαυρό· βόλους, βόλους μαύρους, πολλούς, σκόρπιους, μικρούς, ολοστρόγγυλους. Ζαλισμένη τους κοίταζε, άφωνη από τη χαρά της. Η πρώτη της σκέψη ήταν να μη φωνάξει τ’ αδέλφια της, μην της τους πάρει ο Αντώνης, που πρέ- σβευε πως τα κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν βόλους, πως έχουν κούκλες και πως αυτές τους αρκούν. Μα ήταν τόσοι πολλοί οι σκόρπιοι βόλοι, αρκούσαν για όλους, ακόμα και για τον Αλέξανδρο, που τόσο τους λαχταρούσε και που ποτέ δεν του δάνειζε τους δικούς του ο Αντώνης. Φώναξε λοιπόν τ’ αδέλφια της. — Βόλους! Βόλους! Ελάτε να δείτε πόσοι! τους είπε, μαζεύοντάς τους γεμάτη τη φούχτα της. Ανακούρκουδα πλάγι της, καταχαρούμενος, τους μά- ζευε ο Αλέξανδρος έναν ένα και τους φύλαγε στην άλλη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=