Τρελαντώνης

Τ Ρ Ε Λ Α Ν Τ Ω Ν Η Σ [11] που αρμένιζαν μακριά στο πέλαγος, και πιο κοντά, βα- θιά, κάτω, στους βράχους, τις πέτρες που ξεχώριζαν μια μια στα διάφανα βαθυγάλαζα νερά της Καστέλας. Σε λίγο σηκώνουνταν η δασκάλα, έκανε πως συγυρί- ζει τα φορέματά της, κι έβγαζε κρυφά κάτι από την τσέ- πη της. Ύστερα άνοιγε το βιβλίο της και κάθουνταν, γυρίζοντας τη ράχη της στα τέσσερα αδέλφια. Έκανε πως διάβαζε. Μα τ’ αδέλφια ήξεραν πως δε διάβαζε καθόλου. Γιατί ο Αντώνης την είχε δει δυο φο- ρές, που κρυφά έβαζε στα χείλια της μια μποτίλια με κάτι κανελί μέσα και το έπινε, και πάλι βιαστικά το έκρυβε κάτω από τους φραμπαλάδες της φούστας της. Τότε άρχιζε η καλή ώρα του Αντώνη και των αδελφών του. Ό,τι ήθελαν έκαναν. Η δασκάλα δεν τους κοίταζε πια. Ο Αντώνης έδινε το σύνθημα, κι ένας ένας σηκώ- νουνταν σιωπηλά και απομακρύνουνταν. Και τότε γίνουνταν το ανάστα ο Θεός. Έτρεχαν, πη- δούσαν, κατέβαιναν στον δρόμο, σκαρφάλωναν στους βράχους, έπεφταν, σηκώνουνταν, φώναζαν, δέρνουνταν, καβγάδιζαν ή γελούσαν, βουτούσαν στις σκόνες, έπιαναν ακρίδες, μάζευαν βότσαλα, πετούσαν πέτρες, τίποτε πια δεν έβλεπε, ούτε άκουε η δασκάλα. Χωμένη στο βιβλίο της, ρουφώντας κρυφά την μποτίλια της, άφηνε τ’ αδέλ- φια ελεύθερα. Και τι ωραία που ήταν η ελευθερία στον βράχο της Κα- στέλας! Πουθενά δεν ήταν τόσο ψιλή η σκόνη, τα χαμό- κλαδα πιο ξερά, τα κλαριά πιο εύκολα να τσακίσουν, οι πέτρες πιο πολλές, το χώμα πιο πλούσιο από θησαυρούς.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=