Τρελαντώνης

Π Η Ν Ε ΛΟ Π Η Δ Ε ΛΤΑ [10] ρή και μονοκόμματη γύριζε αυτή, τη στιγμή που νόμιζε κείνος πως είχε γλιτώσει, τον κεραυνοβολούσε με μια ματιά και τον συμμάζευε, κατσουφιασμένο μα δαμασμέ- νο, στο μπουλούκι των τριών πιο φρόνιμων. — Είναι κακιά και γρουσούζα..., μουρμούριζε ο Αντώ- νης στις αδελφές του, καμτσικώνοντας τις πέτρες του δρόμου με κανένα μαδημένο από τα φύλλα του χλωρό κλαδί, που πάντα βρίσκουνταν ανάμεσα στους θησαυ- ρούς του Αντώνη, προς μεγάλο θαυμασμό του Αλεξάν- δρου. Είναι τσίφνα και γρινιάρα... — Τι είναι; ρωτούσε ο Αλέξανδρος γέρνοντας ολόκλη- ρος εμπρός από τη δασκάλα, που τον βαστούσε σφιχτά από το χέρι, για ν’ ακούσει τη λέξη που του ξέφυγε. Μ’ αμέσως τον τίναζε πίσω η Εγγλέζα, που δεν κατα- λάβαινε τα ελληνικά, και τον ξανάφερνε στη θέση του πλάγι της. — Σπίηκ Ίγγλις! πρόσταζε με το πιο αυστηρό της ύφος! Και, μαζεμένα πάλι, την ακολουθούσαν τα τέσσερα αδέλφια, με ίσιες τις ράχες και σφιγμένα τα χείλια, πα- ρατώντας κάθε αρχισμένη κουβέντα, για να της δείξουν την αποδοκιμασία τους. Κι έτσι, σιωπηλά, έκαναν τον γύρο του βράχου, ανέβαιναν στον λόφο, απομακρύνου- νταν από τον περαστικό δρόμο. Κι εκεί στη μοναξιά, στις πέτρες και στα ξερά χαμό- κλαρα, κάθουνταν όλα τ’ αδέλφια στην αράδα, με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια σταυρωμένα φρόνιμα μπρο- στά τους, και κοίταζαν από πάνω, ψηλά, τις βαρκούλες

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=