Το χρυσό βραχιόλι

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΒΡΑΧΙΟΛΙ 11 Στο σχολείο μου, στο παλιό Ρώσικο Μαιευτήριο στη Θεσσαλονίκη, ένα δημόσιο της γειτονιάς που αριθμούσε άλλοτε εννιά και άλλοτε δώδεκα τμήματα ανά τάξη, μπορεί οι ιστορίες να διέφεραν, όμως ο παρονομαστής ήταν κοινός. Θα σπουδάζαμε, γιατί έτσι έπρεπε. Γιατί τα γράμματα είχαν αξία. Οι γονείς μας, είτε είχαν σπουδάσει είτε όχι, αυτό ζη- τούσαν και αυτό περίμεναν. Ηδιπλανή μου στο θρανίο το αποφάσισε στα δεκαπέντε. Ημάνα της, το καλοκαίρι που τελειώσαμε το Γυμνάσιο, την έβαλε να δουλέψει στη βιοτεχνία όπου εργαζόταν και η ίδια. Να κόβει πατρόν και να στοιβάζει μπλουζάκια. Ήταν η επο- χή της επανάστασης, είχαμε τα μεγάλα λόγια εύκολα. Δεν ξέραμε από ζωή, δεν είχαμε στερηθεί ποτέ τίποτα. Η μάνα της φίλης μου, που δούλευε διπλοβάρδια, αποφάσισε, με τη σκληρή αγάπη που διαθέτουν οι μάνες, να δώσει στο παιδί της ένα μάθημα. Η φίλη μου έλαβε το μήνυμα εκείνο το ατελείωτο καλοκαίρι, με το ψαλίδι στο χέρι ανάμεσα στα πατρόν. Μελέτησε σκληρά και τα κατάφερε. Σπούδασε και εγκατέλειψε τη χειρωναξία. Μια άλλη συμμαθήτρια, δασκαλοπαίδι, ήθελε να σπου- δάσει Μαθηματικά. Μπούκαρε ο πατέρας της στο φροντι- στήριο και άλλαξε με το έτσι θέλω την κατεύθυνση. Φωνές και φασαρία, όλοι κοιτούσαν, εκείνη αποχώρησε κατακόκ- κινη. Στο τέλος έγινε καλή γιατρός. Ο δάσκαλος δεν ήθελε τίποτα λιγότερο για την κόρη του. Αφού η Ιατρική ήταν η Σχολή με τα περισσότερα μόρια, εκεί θα περνούσε το παιδί.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=