Το χρυσό βραχιόλι
Γράφοντας για τους ανθρώπους που ξέρω Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου το σχολείο θεωρούνταν προ- τεραιότητα και οι σπουδές είχαν αξία. Οι γονείς μου ήταν παιδιά της Κατοχής. Πίστευαν στα γράμματα, ιδίως η μαμά, με μια πίστη ακλόνητη, που δεν άλλαξε με τα χρόνια. Δύο άνθρωποι από σόγια φτωχά (μόνο αργότερα κατάλαβα πό- σοφτωχά), με μόνηπεριουσία το μυαλό και τις γνώσεις τους. Ο μπαμπάς πεντάρφανος, γλίτωσε από τα πρόβατα στο χωριό και ήρθε στην πόλη. Παιδί του ορφανοτροφείου, έμαθε μουσική στο ίδρυμα και πρόκοψε. Τον θυμάμαι με το παπιγιόν, μαέστρο σε συναυλίες. Να διευθύνει χορωδίες, φιλαρμονικές, ν’ ανεβοκατεβαίνει κλίμακες στο πιάνο, να παίζει πνευστά, έγχορδα, κρουστά, με την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που μπορεί να τα μάθει όλα. Τις τρεις φορές που προσπάθησε να μου διδάξει σολφέζ ήταν βιαστικός. Δεν καταλάβαινε γιατί, ενώ του φαινόμουν έξυπνη, δεν ξεπε- τούσα ολόκληρη τη θεωρία της μουσικής σε ένα μάθημα. Αφού είχα, υποτίθεται, μυαλό κι αφού μου τα εξηγούσε, προς τι η χρονοτριβή στις απαντήσεις; Γι’ αυτόν η μουσική ήταν ο τρόπος του να σκέφτεται και να ζει τη ζωή του.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=