Το χρυσό βραχιόλι

22 ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ το πω…– σαν ψώνια. Φρίκαραν όταν άκουσαν ότι θέλω να γίνω γιατρός. Κυριολεκτικά φρίκαραν. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να γίνω γιατρός. Στα έξι μου είχα πάθει διφθερίτιδα. Ο πρώτος γιατρός που με είδε νόμισε ότι έχω αμυγδαλίτιδα. Πήγαινα από το κακό στο χειρότερο, είχα ανεβάσει πυρετό πάνω από σαράντα. Θυμάμαι ότι μου έβαζαν τα χέρια σε μια λεκά- νη με νερό, που είχε παγάκια μέσα, και το νερό άχνιζε. Έβλεπα τον αχνό να βγαίνει, φανταστείτε τι πυρετό είχα. Ο λαιμός μου ήταν μια πληγή. Το ίδιο και η μύτη, τα ρουθούνια. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω, να καταπιώ. Μου έφερναν κρύο νεράκι και δεν μπορούσα ούτε τα χείλια μου να ακου- μπήσω.Μαρτύριο. Ημαμάκαι η γιαγιάμουμπαίναν βγαίναν στο δωμάτιο ζεματισμένες…Μετά από τρεις μέρες, αποφά- σισαν να φωνάξουν άλλον γιατρό. Αυτό το παιδί έχει διφθερίτιδα, είπε. Πήγε μονάχος του, πήρε τον αντιδιφθεριτικό ορό, ήρθε δίπλα μου, τον έβαλε. Κάθισε τη νύχτα. Και μόνον όταν αντιλήφθηκε ότι πάωπρος το καλύτερο έφυγε. Πιστεύω αυτή ήταν η καθοριστική στιγμή για μένα. Σκέφτηκα, αυτός ο άνθρωπος με έσωσε. Και ήταν αυτό που ήθελα να κάνω. Όχι τόσο με την έννοια ότι θα σώζω ζωές, όσο ότι θα μπορώ να βγάζω το κακό από πάνω τους. Να τους παρηγορώ. Να τους κάνω χαρούμενους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=