Το ξιδοκόριτσο

1 2 | A N N E T Y L E R της όψεως. Άφησε το μεσημεριανό του πατέρα της δίπλα στη χαρτοσακούλα κι έπειτα πήγε σε μια πόρτα και χτύπησε δυο φο­ ρές ζωηρά. Ύστερα από λίγο,το κεφάλι του πατέρα της ξεπρόβα­ λε στο άνοιγμα — το λείο σαν μετάξι φαλακρό του κρανίο με μία μόνο στενή λωρίδα μαύρα μαλλιά περιμετρικά, το σταρένιο του πρόσωπο με το μαύρο μουστάκι και τα στρογγυλά, άνευ σκελε­ τού,γυαλιά του. «Α,εσύ είσαι» είπε.«Πέρασε». «Όχι,ευχαριστώ» είπε η Κέιτ.Οι μυρωδιές εκεί μέσα τής ήταν ανέκαθεν αφόρητες — η αμυδρά τσουχτερή οσμή του ίδιου του εργαστηρίου και η στεγνή σαν του γυαλόχαρτου μυρωδιά του δωματίου με τα ποντίκια. «Σου άφησα το μεσημεριανό σου στο τραπέζι» είπε.«Γεια χαρά». «Όχι,περίμενε!» Γυρνώντας απ’ την άλλη,απευθύνθηκε σε κάποιον στο δωμά­ τιο που βρισκόταν πίσω του.«Πιόντερ; Έλα να γνωρίσεις την κό­ ρη μου». «Πρέπει να φύγω» είπε η Κέιτ. «Δεν νομίζω ότι έχετε γνωριστεί με τον βοηθό μου» είπε ο πα­ τέρας της. «Δεν πειράζει». Αλλά η πόρτα άνοιξε κι άλλο κι ένας στιβαρός, μυώδης άντρας με ολόισια ξανθά μαλλιά βγήκε και στάθηκε δίπλα στον πατέρα της. Φορούσε μια λευκή ποδιά τόσο λερή, που ήταν σχεδόν ασορτί με την γκρι φόρμα εργασίας του δόκτορος Μπα­ τίστα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=