Το ξιδοκόριτσο

T O Ξ Ι Δ Ο Κ Ο Ρ Ι Τ Σ Ο | 9 σημεριανό του στο σπίτι γύρω στις δύο φορές την εβδομάδα,πο­ τέ μέχρι τώρα δεν το αντιλαμβανόταν. Ο άνθρωπος βασικά δεν έτρωγε τίποτα. Η Κέιτ επέστρεφε απ’ τη δουλειά κι έβρισκε το μεσημεριανό του ξεχασμένο στον πάγκο, μα ακόμα κι έτσι το βράδυ έπρεπε να τον φωνάξει τρεις τέσσερις φορές για νά ’ρθει να φάει το βραδινό του.Κάθε φορά έλεγε πως είχε κάτι καλύτε­ ρο να κάνει — να διαβάσει κάποια επιστημονική επιθεώρηση ή να ξανακοιτάξει κάτι σημειώσεις.Αν ζούσε μόνος του,πιθανότα­ τα θα λιμοκτονούσε. Και υποτεθείσθω, έστω, ότι τον είχε κόψει πείνα, μπορούσε απλώς να βγει και ν’ αγοράσει κάτι να φάει. Το εργαστήριό του βρισκόταν κοντά στο πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς κι υπήρχαν σαντουιτσάδικα και μίνι μάρκετ όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα. Για να μην αναφέρουμε ότι δεν είχε καν μεσημεριάσει ακόμη. Αλλάημέραήταν ηλιόλουστηκι είχε έναωραίοαεράκι,δροσερό —η πρώτη μέρα σχετικής καλοκαιρίας έπειτα από έναν ατέλειωτο, σκληρό, παγερό χειμώνα—, και η Κέιτ δεν είχε ιδιαίτερες αντιρρή­ σεις στο να βρει μια δικαιολογία να βγει στον έξω κόσμο. Δεν θα ’παιρνε τ’ αμάξι ωστόσο· θα πήγαινε με τα πόδια.Άσ’ τον να περιμέ­ νει.(Ο ίδιος ποτέ δεν έπαιρνε τ’ αμάξι,παρά μόνο αν είχε τίποτα όρ­ γανανακουβαλήσει.Ήταν λιγάκι μανιακόςμε την υγιεινή ζωή.) Η Κέιτ βγήκε απ’ την εξώπορτα, κλείνοντάς την πίσω της με πάταγο επειδή την εκνεύριζε που η Μπάνι κοιμόταν ακόμη. Η μπροστινή αυλή ήταν γεμάτη κλαράκια, πεταμένα ολούθε σαν σκουπίδια, κι έκανε μια νοερή υπενθύμιση να τη συγυρίσει λι­ γάκι όταν ξεμπέρδευε με τους ελλέβορους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=