Το ξιδοκόριτσο

1 4 | A N N E T Y L E R τους οι φίλοι της σε κάθε μάζωξη; Είδες σε τι κατάσταση ήταν το καθιστικό σήμερα το πρωί;». «Ναι, ναι» είπε ο πατέρας της, αλλά κατευθυνόταν ήδη προς το εργαστήριο καθώς μιλούσε. Όταν επέστρεψε, έσπρωχνε ένα ψηλό σκαμπό με ροδάκια.Το έστησε πλάι στο τραπέζι.«Κάθισε» της είπε. «Έχω αφήσει στη μέση την κηπουρική». «Κέιτ,σε παρακαλώ» είπε εκείνος.«Ποτέ δεν κάθεσαι να μου κάνεις παρέα». Η Κέιτ τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Να σου κάνω πα- ρέα ;» «Έλα,κάθισε» της είπε,δείχνοντας το σκαμπό.«Θα σου δώσω το μισό απ’ το σάντουίτς μου». «Δεν πεινάω» είπε εκείνη. Αλλά κάθισε αδέξια στο σκαμπό, με το βλέμμα ακόμη καρφωμένο στον πατέρα της. «Κάθισε, Πιόντερ. Μπορώ να μοιραστώ και μαζί σου το σά­ ντουιτς,αν θέλεις.Η Κέιτ το ’χει φτιάξει πολύ περιποιημένο.Με ψωμί ολικής άλεσης,μέλι και φιστικοβούτυρο». «Ξέρεις ότι δεν τρώω φιστικοβούτυρο» του είπε άγρια ο Πιοτρ. Τράβηξε μία απ’ τις πτυσσόμενες καρέκλες και κάθισε διαγωνίως απέναντι απ’ την Κέιτ. Η καρέκλα ήταν πολύ χαμη­ λότερη απ’ το σκαμπό και από αυτό το ύψος η Κέιτ διέκρινε τη σχετική αραίωση στα μαλλιά του. «Σε μέρη μου, φιστίκια δί­ νουν στα γουρούνια». «Χα χα χα» γέλασε ο δόκτωρΜπατίστα.«Πλάκα δεν έχει,Κέιτ;» «Τι πράγμα;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=