Το ξέφωτο

ΤΟ ΞΕΦΩΤΟ 25 Ο γιούκος ήταν άδειος τώρα γιατί δεν είχε καλοκαιριάσει ακόμα, αν και ήταν μέσα Μαΐου.Φέτος τα χιόνια είχαν αργή- σει να λιώσουν και οι χοντρές μάλλινες βελέντζες,οι κουβέρ- τες και τα υφαντά ήταν ακόμα στρωμένα στα μπάσια, στα πατώματα, στους τοίχους του αρχοντικού, παντού, προστα- τεύοντας απ’ το κρύο του χειμώνα, περιβάλλοντας τους θα- μώνες του σπιτιού με ένα μαλακό, ζεστό κουκούλι, όπου ακόμα και οι ήχοι και οι πατημασιές ακούγονταν πιο απαλοί και ονειρικοί. Προστατευμένοι. Ύστερα, κατά το τέλος του Μάη ή κι αργότερα αν ο χειμώνας ήταν βαρύς, γινόταν η καθαριότητα σ’ όλο το αρχοντικό, οι τοίχοι ασπρίζονταν από την κάπνα του τζακιού και οι γυναίκες σφουγγάριζαν τα ξύλινα πατώματα, έπλεναν, αέριζαν και φύλαγαν τα πιο χο- ντρά μάλλινα στους ανοιχτούς γιούκους πάνω απ’ τις ντου- λάπες, όπου εκεί έμεναν ν’ αερίζονται μέχρι το φθινόπωρο. Γιούκοι υπήρχαν πολλοί στο σπίτι, πάνω απ’ όλες τις ντουλάπες. Έμοιαζαν με μικρά,χαριτωμένα μπαλκόνια.Είχαν ξύλινα κάγκελα και σκαλιστά στολίδια που κατέληγαν στο ξυλόγλυπτο ταβάνι. Οι περισσότεροι γιούκοι είχαν ακριβώς το ύψος που χρειαζόσουν για να μπορείς να κάθεσαι ή να κινείσαι με τα τέσσερα – όχι όμως να στέκεσαι τελείως όρ- θιος. Το μήκος τους ήταν αρκετό για να ξαπλώνεις άνετα, ακόμα κι αν ήσουν μεγαλύτερος από εννιά χρονών που ήταν η Ιφιγένεια, και το βάθος τους ήταν όσο της ντουλάπας. Στον ξενώνα όμως της βόρειας πτέρυγας του σπιτιού, η Ιφιγένεια είχε ανακαλύψει έναν γιούκο με τριπλάσιο απ’ το κανονικό βάθος. Ολόκληρο δωμάτιο. Εκεί είχε φτιάξει το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=