Το ξέφωτο
24 ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΒΕΡΩΦ της η Ευδοκία ήταν στ’ αλήθεια πολύ πιο έξυπνη, πολύ πιο σπουδαία, πολύ πιο ώριμη από την ίδια. Το ήξερε μέσα της, το ένιωθε και το είχε αποδεχτεί. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι της άρεσε κιόλας. Ούτε ότι θα έπρεπε να φανερώσει την κρυψώνα της μόνο και μόνο επειδή τη φώναζε η αδερφή της. «Ιφιγένεια... Ιφιγένεια ...» η φωνή της είχε αρχίσει να ακού- γεται απελπισμένη πια.Ωραία! Ίσως να πήγαινε αλλού τώρα για βοήθεια. Σίγουρα η Λενούσιω θα τη χτένιζε καλύτερα. Μόνο που εκείνη σου τράβαγε πιο πολύ τα μαλλιά καθώς σ’ τα ξέμπλεκε με τη χτένα,και δύσκολο να της παραπονεθείς... Η Ιφιγένεια έχωσε στο στόμα της άλλο ένα ζαχαρωτό και ξανάναψε το κερί. Τεντώθηκε ικανοποιημένη και βολεύτηκε καλύτερα στα μαλακά στρωσίδια. Ήταν κάπου ένας χρόνος τώρα που είχε ανακαλύψει αυτή την κρυψώνα και δεν την είχε φανερώσει σε κανέναν. Μόνο στη Λενούσιω, που κατα- λάβαινε την ανάγκη της να έχει έναν χώρο δικό της, να απομονώνεται και να ονειροπολεί.Η Λενούσιω ήταν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που την ήξερε όπως ήταν πραγματικά, με όλες της τις τρέλες, τις αλλόκοτες σκέψεις και τις ξαφνι- κές αλλαγές στη διάθεσή της, και όμως την αγαπούσε πιο πολύ κι από παιδί της. Η Λενούσιω ήταν ο βράχος της, η αγκαλιά της. Την είχε μάλιστα βοηθήσει να «κλέψει» τα απαραίτητα, ώστε να στήσει αυτό το μικρό παράνομο σπι- τικό της. Ψηλά στο ταβάνι. Πάνω από τα κεφάλια του κό- σμου που πηγαινοερχόταν αμέριμνα και ανυποψίαστα στις καθημερινές ασχολίες του.Πληκτικές, ανούσιες, σπουδαίες ασχολίες.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=