Το ξέφωτο
40 ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΒΕΡΩΦ μογελάει, αλλά μόνο με τα μάγουλα, σαν να κλαίει, αλλά μόνο με τα φρύδια, σαν να νιώθει μια ξαφνική κράμπα στο στομάχι ή να μαζεύει τους ώμους για να αποφύγει μια γρο- θιά,πιο πολύ απ’ το δεξιό ώμο παρά απ’ τον αριστερό – ίσως έχει να κάνει με την πληγωμένη φτερούγα στο μουστάκι του πατέρα. Πίσω από την κράμπα στο στομάχι του κυρ Στάθη, το μάτι της Ιφιγένειας έπεσε πάνω σε δυο άλλα μάτια σκοτει- νά, που είχαν στο βλέμμα κάτι απροσδιόριστα γνώριμο. Βλέμμα αφηρημένο, ονειροπόλο, παρατηρητικό. Μάτια δι- απεραστικά και αδιαπέραστα συγχρόνως. Κοίταζαν εκείνη. Ήταν ένα αγόρι, λίγο μεγαλύτερο απ’ αυτή, ίσαμε έντεκα ή δώδεκα ετών. Δεν τον είχε ξαναδεί. Περίεργο. Ίσως να ήταν ξένος ή απ’ την κάτω γειτονιά, από την ενορία του Αϊ-Δη- μήτρη. Σίγουρα δεν πήγαινε στο Ελληνοσχολείο, γιατί η Ιφιγένεια γνώριζε όλους τους συμμαθητές του Γιώργη και του Κωσταντή. Κοντύτερα στον Γιώργη τον υπολόγιζε σε ηλικία, αν και φαινόταν πολύ διαφορετικός απ’ τον αδερφό της: ούτε τόσο φοβισμένος, ούτε τόσο περήφανος, μα και πιο πολύ συγχρόνως. Και δεν φορούσε παπούτσια. Και τα ρούχα του δεν ήταν γιορτινά. Και έμοιαζε μάλλον βρόμικος. Και είχε κατάμαυρα, ίσια μαλλιά που έπεφταν αχτένιστα μες στα μάτια του. Και ήταν μόνος του, δεν είχε μαζί του ούτε μεγάλους, ούτε οικογένεια, ούτε δική του παιδική πα- ρέα. Στεκόταν καταμεσής της αυλής περιτριγυρισμένος από κόσμο, κι όμως ξεχώριζε μες στο πλήθος.Φαινόταν αταίρια- στος και απροσδιόριστα γνώριμος.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=