Το ξέφωτο

36 ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΒΕΡΩΦ στα μάτια τον πατέρα-Δωρόθεο, παρακαλώντας να τους αναθέσει την πολυπόθητη αυτή δουλειά. Όλα τα αγόρια προετοιμάζονταν για τη μεγάλη στιγμή και έκαναν πρόβες στα κρυφά, σε θρανία, κάγκελα και κουπαστές, σε πλάτες και μηρούς, ακόμα και στον αέρα, νοερά, ακόμα και στον ύπνο τους. Και όλα τα κορίτσια θαύμαζαν τα αγόρια που φανέρωναν την κυριαρχία τους στο ξύλινο σήμαντρο και το υποχρέωναν να τραγουδάει με φωνή μαγική, μόνο με μια νότα, ρυθμικά. Όλα τα κορίτσια συζητούσαν για τα αγόρια που χτυπούσαν την τόκα. Υπήρχαν απόψεις, προτιμήσεις, διαφωνίες, ακόμα και στοιχήματα.Πολλές φορές η Ευδοκία και η Ιφιγένεια στοιχημάτιζαν μεταξύ τους καθώς κεντού- σαν στο παράθυρο και άκουγαν από μακριά το κάλεσμα των πιστών. Ρυθμικό. Η πανάρχαια δόνηση της μουσικής από ξύλο ξηροπλάτανου. Φυσικά. Έπρεπε να το είχε καταλάβει. Τέτοια μέρα που ήταν σήμερα,ο Αρίστος ήταν η πιο σίγουρη επιλογή.Θαρρείς και τον είχε προτιμήσει ο ίδιος ο Θεός· πώς να μην τον δια- λέξει ο πατήρ-Δωρόθεος; Ο καλύτερος σε όλα,ο πιο έξυπνος, ο πιο λαμπρός στο παιχνίδι και στα γράμματα, ο πιο γρήγο- ρος, ο πιο δυνατός, ο πιο αρχοντογεννημένος.Μετά τ’ αδέρ- φια της δηλαδή.Μετά τουλάχιστον απ’ τον μεγάλο της αδερ- φό, τον Κωσταντή, που αυτός δεν είχε το ταίρι του πουθενά. Μα έτσι κι αλλιώς ήταν φίλοι στενοί οι δυο τους και οι οι- κογένειές τους ισάξιες σε δύναμη και πλούτο. «Καλημέρα, Κολάκη, χίι γκίνε, είσ’ καλά σήμερα;» Ήταν ο κυρ Θανασάκης ο Φλόκας, ο πατέρας του Αρίστου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=