Το ξέφωτο

ΤΟ ΞΕΦΩΤΟ 35 μαγιάτικο φως.Οι κατάλευκες κάπες έλαμψαν στον ήλιο και τα βελούδινα φορέματα παιχνίδισαν με σκιές γοητευτικές. Όμορφη οικογένεια, ο κόσμος σταματούσε να κοιτάξει, να χαμογελάσει, να χαιρετήσει με σεβασμό. Ο άρχοντας απα- ντούσε μ’ ένα νεύμα συγκρατημένο, η γυναίκα και τα παιδιά μειδιούσαν ευγενικά.Δεν είχαν χρόνο σήμερα για κουβέντες. Και η οικογένεια Αβέρωφ συνέχισε τον δρόμο της βιαστικά. Φτάνοντας στην πλατεία, ο Κολάκης χαλάρωσε λίγο το βήμα του και η Ιφιγένεια ανάσανε με ανακούφιση. Το μεγάλο προαύλιο της Αγίας Παρασκευής ήταν γεμάτο κόσμο. Θα ’λεγες πως όλο το χωριό ήταν συγκεντρωμένο εκεί. Η λει- τουργία δεν είχε ξεκινήσει ακόμα και ο ήχος της τόκας ακου- γόταν ρυθμικός,όλο και πιο γρήγορος,όλο και πιο βιαστικός. Σαν τα βήματά μας, σκέφτηκε η Ιφιγένεια και σήκωσε τα μάτια της στο καμπαναριό να δει ποιος χτύπαγε το μεγάλο ξύλινο σήμαντρο.Φυσικά: έπρεπε να το είχε καταλάβει.Ανα- γνώρισε την πλάτη του Αρίστου, την κίνηση του σώματός του,καθώς χτυπούσε την τόκα μανιασμένα,τα ξύλινα σφυριά σφιχτά στα χέρια του, πάνω κάτω σ’ όλο το μήκος της τόκας, πιο γρήγορα, πιο ρυθμικά, όσο να ξεπεράσει τον εαυτό του, να ξεπεράσει το ανθρώπινο και το θείο. Φυσικά. Έπρεπε να το είχε καταλάβει ότι τέτοια μέρα ο πατήρ Δωρόθεος θα διάλεγε τον Αρίστο του Φλόκα για την ύψιστη αυτή τιμή. Το χτύπημα της τόκας ήταν πραγματικά μεγάλη τιμή. Όλα τα αγόρια της ενορίας το είχαν καημό και κοιτούσαν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=