Το ξέφωτο

32 ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΒΕΡΩΦ τα πόδια και να μεγαλώσει τις δρασκελιές του δίχως να φαίνεται η προσπάθεια, δίχως να φαίνεται πως τρέχει λα- χανιασμένος πίσω απ’ τον πατέρα του να τον προφτάσει. Πίσω του... Λαχανιασμένος... Πόσο θύμωνε, πόσο έβραζε μέσα του! Η Ιφιγένεια, ακολουθώντας κι αυτή βιαστικά χωρίς την παραμικρή σκέψη ενοχής ή θυμού, έριξε ένα βλέμμα θαυ- μασμού στον μεγάλο της αδερφό. Τι όμορφος που ήταν! Ολόκληρος άντρας στα δεκαπέντε του, ατρόμητος, γεμάτος ζωντάνια και διάθεση για τρέλες. Είχε κυματιστά κοκκινό- ξανθα μαλλιά και μάτια περήφανα, που, όταν σε κοίταζαν, έβλεπες μέσα τους τον καθαρό ουρανό του Αυγούστου, βα- θυγάλανο και στιλπνό. Ο Κωσταντής του Κολάκη Αβέρωφ ήταν το κρυφό καμάρι και η όχι και τόσο κρυφή απελπισία του πατέρα του. Ήταν επίσης ο μόνος στο σπιτικό που καμιά φορά τολμούσε να αντιμιλήσει στον άρχοντα. Η Ιφιγένεια του είχε αδυναμία και τον θαύμαζε για την παλικαριά του, αν και της σφιγγόταν η ψυχή όταν τον άκουγε να καβγαδίζει με τον πατέρα – πράγμα που συνέβαινε όλο και πιο συχνά τελευταία. Ο Κωσταντής ένιωσε το βλέμμα της επάνω του και γύρισε να την κοιτάξει, κλείνοντάς της συνωμοτικά το μάτι. Η Ιφιγένεια χοροπήδησε χαρούμενα και έσφιξε πιο πολύ το χέρι της μάνας. Καμιά φορά ήταν ωραία η ζωή, κι ας ένιωθε άλλες ώρες να την τρώει μια ανεξήγητη ανυπο- μονησία, μια δυσαρέσκεια. Σαν να μην ήταν εκείνη η Ιφιγέ- νεια Αβέρωφ, αρχοντογεννημένη και ευλογημένη από τις μοίρες. Σαν να μην ανήκε εδώ, σ’ αυτό τον τόπο, σ’ αυτή την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=