Το ξέφωτο

ΤΟ ΞΕΦΩΤΟ 31 που δημιουργούσε την εντύπωση αυτή, ίσως ο τρόπος που στεκόταν, που περπατούσε, που κοιτούσε. Λες κι έβλεπε τον κόσμο από ψηλά, περήφανα, χωρίς περιττές κινήσεις. Χωρίς να προσαρμόζει τη θωριά ή το ανάστημά του στις άπειρες διαφορές και στις μικρότητες των γύρω του. Ας προσαρμο- ζόταν ο κόσμος όλος σ’ αυτόν. Δικαίωμά του δεν ήταν άλλω- στε ως άρχοντας που ήταν και γεννημένος νικητής; Ο Κολάκης του Χάλη (έτσι ονόμαζαν οι χωριανοί τον άρ- χοντα – όχι από έλλειψη σεβασμού,αλλά γιατί πάντα το ’χαν συνήθειο να συντομεύουν τα ονόματα τα μικρά, προσθέτο- ντας για προσδιορισμό όχι το επώνυμο, μα το μικρό όνομα του πατέρα, συντομευμένο κι αυτό με οικειότητα περισσή: του Χάλη, του Μιχάλη Αβέρωφ δηλαδή),ο Κολάκης του Χάλη, λοιπόν, κατευθύνθηκε βιαστικά προς τη σκάλα, η άσπρη κάπα του ν’ ανεμίζει και τα τσαρούχια του να ηχούν βροντε- ρά στα σανίδια. Στο ένα του χέρι κρατούσε την γκλίτσα, τόσο ψηλή, που απορούσες πώς την κουμαντάριζε, αφού ξεπερ- νούσε το μπόι του – ακόμα κι αν υπολόγιζες το κόκκινο φέσι που φορούσε καμαρωτά πάνω απ’ τα αραιωμένα γκρί- ζα μαλλιά του. Η φούντα του φεσιού ανέμιζε κι αυτή, παρα- συρμένη από τη φόρα και τη βιασύνη του άρχοντα που ήταν πραγματικά μεγάλη. Η οικογένεια αναγκάστηκε, τρέχοντας σχεδόν, να τον ακολουθήσει. «Αργήσαμε!» είπε στον αέρα ο Κολάκης και η γυναίκα του, η Ελένη, ένιωσε από συνήθεια ένα μικρό τσίμπημα ενοχής. Όχι όμως και ο μεγαλύτερος γιος, ο Κωνσταντίνος. Εκεί- νος έδειχνε πιότερο οργισμένος, καθώς πάσκιζε να τεντώσει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=