Το ξέφωτο

30 ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΒΕΡΩΦ «Κάνε γρήγορα, κόρη μου, ο αφέντης περιμένει. Και θαρ- ρώ πως τέτοια μέρα δεν θα χαρεί να σε δει με τις φούστες απεριποίητη, αλλού η μπλούζα κι αλλού η ποδιά...» Ο αυστηρός τόνος της γυναίκας, μαζί με τη σκέψη της αποδοκιμασίας στο πρόσωπο του πατέρα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα και σε ένα λεπτό η Ιφιγένεια ήταν έτοιμη και στολισμένη, το άσπρο φακιόλι δεμένο ταχτικά στα μαλλιά. Η μάνα και τα δυο αδέρφια της την περίμεναν όρθιοι στη σκάλα. Ο πατέρας δεν είχε φανεί ακόμα. Ωραία! Η φωνή του ακουγόταν απ’ το ιδιαίτερό του. Με κάποιον συνομιλούσε. Μάλλον θα ήταν ο Βράκας,ο επιστάτης,που πάντα τον άκου- γε με προσοχή ο πατέρας, ό,τι ώρα κι αν πέρναγε, όποια δουλειά κι αν έπρεπε να αφήσει στη μέση. Ο Βράκας ήταν σημαντικός, γιατί έφερνε νέα από τα ζώα,απ’ τα λιβάδια,απ’ τις δουλειές. Πιο σημαντικός βέβαια από κείνην. Ωραία! σκέφτηκε πάλι η Ιφιγένεια, ικανοποιημένη που ο Βράκας απέτρεψε με την επίσκεψή του την καταστροφή. Χαμογέλα- σε γλυκά στα αδέρφια της και χώθηκε ανάμεσά τους αναζη- τώντας το χέρι της μάνας, τη στιγμή ακριβώς που ο άρχοντας έβγαινε από το ιδιαίτερό του και κατευθυνόταν βιαστικά προς τη σκάλα. Ήταν επιβλητικός άντρας ο Νικολάκης Αβέρωφ, δεν χω- ρούσε καμιά αμφιβολία σ’ αυτό. Αν και είχε πατήσει τα εξή- ντα,η κορμοστασιά του ήταν ακόμα στητή και αγέρωχη, θαρ- ρείς πως δέσποζε στον χώρο με τον όγκο και το φυσικό του εκτόπισμα.Δεν ήταν όμως στην πραγματικότητα ένας άντρας ιδιαίτερα ψηλός. Ήταν μάλλον κάτι που πήγαζε από μέσα του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=