Το ξέφωτο

ΤΟ ΞΕΦΩΤΟ 29 κορίτσια στον γυναικωνίτη, χωριστά. Και ο ναός θα φάνταζε μυστηριακός απ’ την κατάνυξη,αχνοφώτιστος απ’ τα κεριά και το λιβάνι, θολός ο κόσμος των αντρών και του Θεού μέσα από τα καφασωτά. Η Λενούσιω την περίμενε με τη χοντρή χτένα στο χέρι και τα κυριακάτικα ρούχα απλωμένα στο μπάσι. Η Ιφιγένεια είχε ήδη αρχίσει να πετάει από πάνω της τις στρώσεις των χοντρών μάλλινων πλεκτών και υφαντών που με μικρές παραλλαγές αποτελούσαν την καθημερινή φορεσιά όλων των Μετσοβιτών,αρχοντογεννημένων ή λαϊκών.Οι διαφορές ήταν κυρίως στα χρώματα και στην ποιότητα των υφασμάτων παρά στο σχέδιο ή στο είδος της στολής. «Έλα, πούλιου, βιάσου». Η Λενούσιω σήκωσε το μακρύ βελούδινο φόρεμα, καθώς η Ιφιγένεια φόραγε όπως όπως την εσωτερική πουκαμίσα και τραβολογούσε τις άπειρες μι- κρές κόπιτσες που κούμπωναν σφιχτά μπροστά στο στήθος. «Ανυπόφορα ρούχα!» παραπονέθηκε η μικρή. «Γιατί δεν μπορούμε να φοράμε φούστες και για γιορτινά;» «Έλα τώρα, τσουτσουλίκλου νίι» την καλόπιασε η μεγαλύ- τερη γυναίκα χρησιμοποιώντας άλλο ένα από τα ατέλειωτα χαϊδευτικά της βλάχικης γλώσσας. «Σου διάλεξα το κόκκινο που είναι το χρώμα που αγαπάς,και ξέρεις πόσο ωραία στρώ- νει το μαύρο μπούστο μέσα από το άνοιγμα της φορεσιάς». «Εγώ πάντως δεν τα υποφέρω τα φορέματα!» επέμεινε πεισματάρικα η μικρή.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=