Το ξέφωτο
28 ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΒΕΡΩΦ γεια των συναισθημάτων. Μα δεν χρειαζόταν κιόλας. Στο άκουσμα της φωνής, η Ιφιγένεια, όπως ακριβώς και όλοι όσοι ζούσαν κάτω από τη στέγη του, μα και οι περισσότεροι απ’ τους συγχωριανούς του, πετάχτηκε χωρίς δεύτερη σκέ- ψη παρά μόνο να τον υπακούσει. Φύσηξε βιαστικά το κερί, σκαρφάλωσε πάνω από τα κάγκελα του γιούκου και, πατώ- ντας ανάποδα, κατρακύλησε σχεδόν, χωρίς να καλοπατάει στα κάθετα ανοίγματα της ντουλάπας που χρησίμευαν σαν διακοσμητικά αλλά και σαν «σκαλοπάτια» για τον γιούκο. Βγήκε τρέχοντας από τον ξενώνα και ρίχτηκε με φόρα στον διάδρομο, όπου συγκρούστηκε με την αδερφή της και της κόπηκε η ανάσα. «Καλά, ακόμα δεν έχεις ντυθεί;» την κοίταξε με αποδοκι- μασία η Ευδοκία. «Τι έκανες τόσην ώρα;» «Γιατί, ντυμένη δεν είμαι; Τι θέλετε και φωνάζετε όλοι;» Η Ιφιγένεια σκέφτηκε να περάσει στην αντεπίθεση, αν και ένιωσε ένα τσίμπημα ανησυχίας βλέποντας την αδερφή της στολισμένη με τα καλά της. «Έλα, δεν έχουμε καιρό για κουβέντες» είπε η Ευδοκία. «Πήγαινε που σε περιμένει η Λενούσιω και βάλε γρήγορα τα γιορτινά σου, πριν σε πάρει είδηση ο πατέρας». Το είχε ξεχάσει η Ιφιγένεια πως ήταν Κυριακή. Το είχε ξε- χάσει πως σήμερα ήταν μια Κυριακή αλλιώτικη από τις άλλες, όπως τους είχε πει ο πατέρας. Θα πήγαιναν όλοι μαζί στην εκκλησία – όλοι μαζί στην πλατεία, όλοι μαζί στο προαύλιο της Αγίας Παρασκευής, εκείνος μπροστά στο στασίδι του, κα- μαρωτός, οι δυο γιοι του παραπίσω και η αρχόντισσα με τα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=