Το χάσμα του χρόνου

| 2 5 | Έπαιζα πιάνο στο μπαρ που έχω, και κανείς δεν έλεγε να φύγει, κι έτσι είχα καθυστερήσει περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα.Ο γιος μου είχε πει ότι θα ερχόταν να με πάρει με το αμάξι, αλλά δεν ήρθε ποτέ. Επέστρεφα στο σπίτι,γύρω στις δύο το πρωί,μ’ ένα παγωμέ- νο μπουκάλι μπίρα να ζεσταίνεται αργά αργά στο χέρι μου.Υπο- τίθεται ότι απαγορεύεται να πίνεις στον δρόμο, το ξέρω, αλλά τι στο καλό,επιτρέπεται όταν έχει δουλέψει κανείς εννέα ώρες συ- νεχόμενες, σερβίροντας σφηνάκια όσο επικρατεί ηρεμία στο μπαρ, παίζοντας πιάνο όταν γεμίζει. Ο κόσμος πίνει περισσότε- ρο όταν υπάρχει ζωντανή μουσική,αυτό είναι γεγονός. Επέστρεφα στο σπίτι, όταν οι ουρανοί άνοιξαν στα δύο και η βροχή άρχισε να πέφτει σαν πάγος —ήταν πάγος—,χαλάζι μεγά- λο σαν μπάλες του γκολφ και σκληρό σαν λαστιχένιο τόπι. Ο δρόμος είχε μαζέψει όλη τη ζέστη της ημέρας, της εβδομάδας, του μήνα, της εποχής. Όταν το χαλάζι χτυπούσε στο έδαφος, ήταν σαν να έριχνες παγάκια σε φριτέζα. Έμοιαζε σαν η κακο- καιρία να ανέβαινε από τον δρόμο κι όχι να κατεβαίνει από τον ουρανό. Έτρεχα μέσα σε έναν λαβύρινθο από θραύσματα πυρών χαμηλού ύψους, βρίσκοντας καταφύγιο από υπόστεγο σε υπό- στεγο, ούτε που έβλεπα τα πόδια μου μες στους ατμούς και στα σφυρίγματα. Στα σκαλιά της εκκλησίας βρέθηκα για λίγο πάνω από τις αφρίζουσες φυσαλίδες. Ήμουν μούσκεμα. Τα χρήματα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=