Το χαμένο κορίτσι

14 Το μαντίλι ανέμιζε πίσω μου καθώς προσπερνούσα τους ανθρώπους στον δρόμο, τρέχοντας σαν καθαρόαιμο. Παρά το κρύο του χειμώνα, το παλτό μου ήταν ανοιχτό. Η ανάσα μου έβγαινε σε μικρά άσπρα σύννεφα μπροστά μου, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, δεν έβλεπα την ώρα να φτά­ σω στο διαμέρισμά μας. Ήξερα πως οι γονείς μου με περίμεναν εκεί. Ο μπαμπάς είχε δανειστεί ένα στέισον βάγκον από τον κύριο Σο πιο κάτω στο τετράγωνο, για να πάμε στον στάβλο. Ένα ψηλό, κοκαλιάρικο μαύρο σκυλί δεμένο σε φανο­ στάτη μού γάβγισε ενώ περνούσα. Κόντεψα να πέσω πάνω σε δύο αγόρια με καρό φόρμες για τα χιόνια, που πίσω τους έσερναν έλκηθρα Flexible Flyer. Έστριψα στη γωνία της Βίλατζ Ρόουντ – και άφησα μια δυνατή κραυγή όταν δυο χέρια με άρπαξαν από τη μέση. Τα παπούτσια μου γλίστρησαν στο λιωμένο χιόνι. Τα χέρια με κράτησαν σφιχτά, δε με άφησαν να πέσω. «Έι!» γύρισα και άφησα ένα πνιχτό επιφώνημα. «Άαρον! Άφησέ με». Με την καρδιά μου να χτυπά ακόμα δυνατά από την έκπληξη, βλεφάρισα τυφλωμένη από το φως του ήλιου και κοίταξα το ειρωνικό χαμόγελο στο πρόσωπο του Άαρον Ντούλι. Φορούσε μπλε και κόκκινο μάλλινο σκουφί πάνω από τα μακριά, ανακατωμένα μαύρα του μαλλιά. Παρά το κρύο, το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν ζαχαρωτό, ίδιο με βαμπίρ που δεν είχε δει ποτέ το φως του ήλιου. Τα γαλάζια του μάτια έλαμπαν σαν βόλοι καρφωμένοι στον πάγο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=