Το χαμένο κορίτσι

13 λες τώρα, Άντζελο. Θέλεις να γίνεις ο πρώτος σταβλίτης που έγινε πρόεδρος;» Όταν γελάει ο μπαμπάς, το μαύρο του μουστάκι χορεύει πάνω κάτω. «Μόνο αν μπορούσα να πάρω μαζί μου και τα άλογα» είπε. Το χαμόγελό του αντικατοπτριζόταν στην κίτρινη λάμψη του κουμπιού του ραδιοφώνου, ενός μεγά­ λου Philco, που ήταν το καμάρι του. Αυτό ήταν μία εβδομάδα πριν. Τώρα η μαμά κι εγώ ήμασταν πάλι φίλες. Όταν προχωράμε αγκαζέ στον δρόμο, πολλοί λένε πως μοιάζουμε σαν αδελφές. Είμαστε και οι δύο αδύνατες, γύρω στο ένα εβδομήντα κι έχουμε μαύρα μάτια γεμάτα σοβαρότητα, και μαύρα ίσια μαλλιά. Το παίρνω ως φιλο­ φρόνηση όταν λέει ο κόσμος ότι μοιάζουμε, γιατί νομίζω πως είναι πιο όμορφη από εμένα. Νομίζω πως τα χείλη μου είναι στραβά και πολύ μεγάλα, και το πιγούνι μου πολύ μικρό. Όπως και να έχει όμως, σταμάτησε να μου γκρινιάζει κι ήμαστε πάλι φιλαράκια. Και ήταν μια σπουδαία μέρα για την οικογένεια Παλ­ μιέρι. Ημέρα εγκαινίων. Το χιόνι ήταν φτυαρισμένο από τα δρομάκια και τα μονοπάτια. Οι στάβλοι ήταν όλοι φρε­ σκοβαμμένοι, τα χωρίσματα γεμάτα άχυρο, οι σάκοι με τη βρόμη στοιβαγμένοι για τις πρώτες τετράποδες αφίξεις. Ο μπαμπάς είπε ότι μπορεί να έστελνε η εφημερίδα δημοσιο­ γράφο, γιατί ήταν τα πρώτα εγκαίνια στάβλου στο Σέιντι­ σαϊντ από τότε που άνοιξαν οι Ντούλι τον δικό τους, πριν από σχεδόν σαράντα χρόνια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=