Το βιβλιοπωλείο των μικρών θαυμάτων

12 του Δία. Είχε τόσο συνηθίσει το απότομο ύφος του οικο- δεσπότη του όσο κι εκείνος τη σιωπηλή παρουσία του στον επάνω όροφο. Κάθε μέρα, με το που τέλειωνε το σχολείο, συναντιόταν στην πόρτα με την Κλάρα, τη βοηθό της οικογένειας Τουίστ, που του έφερνε το κολατσιό και τον συνόδευε αμίλητη μέχρι το Moonlight Books. Ο Όλιβερ δεν ήξερε τι ακριβώς περι- λάμβαναν οι επαγγελματικές υποχρεώσεις της Κλάρας, αλλά είχε απολύτως ξεκάθαρη ιδέα για το ποιον δεν περιλάμβαναν: την αφεντιά του. Η υπάλληλος των γονιών του προσπαθού- σε να ξεφορτωθεί άρον άρον εκείνον τον μπελά και, ει δυ- νατόν, χωρίς κουβέντες. Ο Όλιβερ φανταζόταν πως η Κλάρα τον έβλεπε σαν πακέτο που έπρεπε να παραδώσει. Και δεν υπάρχει άνθρωπος με σώας τας φρένας που να πιάνει κου- βέντα με τα πακέτα. Ο κύριος Λίβινγκστον δεν αντιπαθούσε ιδιαιτέρως τον Όλιβερ. Σκεφτόταν ότι συχνά έδινε εξαιρετικά δείγματα κοινής λογικής –κάτι που έλειπε από τους δεκάδες ανθρώ- πους που περνούσαν κάθε μέρα το κατώφλι του βιβλιοπω- λείου του–και ανεχόταν υπομονετικά τις ιδιοτροπίες του ως χαρισματικού παιδιού. Αν και ήταν πεπεισμένος για το αμφίβολο γούστο της κυρίας Τουίστ, εξαιτίας της συμβολής της στην επιδείνωση του μίσους των μαθητών εναντίον του Ντίκενς από την πιο τρυφερή τους ηλικία –ο κύριος Λίβινγκστον πίστευε ότι οι μοντέρνες οικογένειες στιγμά- τιζαν τον Ντίκενς και προωθούσαν την ανάγνωση επιβλα- βών συγγραφέων, με επιρροές από τους Γάλλους–, η Ρο- μπέρτα Τουίστ ήταν μία δικηγόρος όμορφη σαν τη Βασί-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=