Το βασίλειο (Pocket)

[ 21 ] εγώ τις βαλίτσες;» ρώτησε ο Καρλ και άνοιξε το trunk, όπως το έλε- γε ο μπαμπάς. «Την ίδια ώρα θα πάρει» μουρμούρισα στη Σάνον, που με ακο- λούθησε. Πήγαμε πίσω απ’ το σπίτι στη βορινή πλευρά, εκεί που βρίσκεται η κύρια είσοδος. Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα γιατί ο μπαμπάς δεν έβαλε την πόρτα να βλέπει φάτσα κάρτα την αυλή και τον δρόμο. Ίσως επειδή του άρεσε να αγναντεύει όλη τη χέρσα γη μας κάθε πρωί που σηκωνόταν. Ή επειδή ήταν πιο σημαντικό να ζεσταίνει ο ήλιος την κουζίνα παρά τον διάδρομο. Περάσαμε το κατώφλι και άνοιξα μία από τις τρεις πόρτες που βρίσκονταν στον διάδρομο. «Η κουζίνα» είπα και τότε πρόσεξα ότι μύριζε ταγκίλα. Άραγε πάντοτε μύριζε έτσι; «Τέλεια» είπε εκείνη – ψέματα φυσικά. Εντάξει, είχα συγυρίσει και είχα πλύνει κιόλας, αλλά τέλεια δεν ήταν. Με μάτια γουρλωμένα –ίσως και λίγο ανήσυχα– το βλέμμα της πλανήθηκε στο μπουρί που ανέβαινε από την ξυλόσομπα και έβγαινε στον αποπάνω όροφο μέσα από μια τρύπα ανοιγμένη στο ταβάνι. Ξυλουργική ακριβείας, έτσι αποκαλούσε ο μπαμπάς τον τρόπο με τον οποίο το στρογγυλό μπουρί περνούσε ανάμεσα από τα ξύλα του ταβανιού με απόλυτη ασφάλεια. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε αυτό ήταν –μαζί με τις δύο στρογγυλές τρύπες έξω στον καμπινέ– και το μοναδικό δείγμα τέ- λειας ξυλουργικής στο κτήμα. Ανοιγόκλεισα τον διακόπτη για να της δείξω ότι, αν μη τι άλλο, είχαμε ρεύμα. «Καφέ;» ρώτησα και άνοιξα τη βρύση.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=