Το βασίλειο (Pocket)

[ 16 ] 1 Π ρώτα τον άκουσα και μετά τον είδα. Ο Καρλ είχε γυρίσει. Δεν ξέρω γιατί σκέφτηκα τον Ντογκ, είχαν περάσει γύρω στα είκοσι χρόνια, αλλά ίσως υποπτευόμουν ότι η ξαφνική, απροειδοποίητη επιστροφή του Καρλ θα είχε την ίδια αιτία με τότε. Όπως πάντα. Ότι χρειαζόταν βοήθεια από τον μεγάλο του αδερφό. Στεκόμουν έξω στην αυλή, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι. Δυό- μισι. Είχε στείλει μήνυμα, τίποτα άλλο, λέγοντας ότι θα έφταναν ως τις δύο. Αλλά ο μικρός μου αδερφός ήταν ανέκαθεν αισιόδοξος, πάντα υποσχόταν λίγο πιο πολλά απ’όσα ήταν σε θέση να τηρήσει. Κοίταξα το τοπίο. Το λίγο που μπορούσα να διακρίνω πάνω από τα χαμηλά σύννεφα. Η βουνοπλαγιά στην άλλη μεριά της κοιλάδας έπλεε σε μια γκρίζα θάλασσα. Η βλάστηση είχε κιόλας αρχίσει να παίρνει ένα κοκκινωπό φθινοπωρινό χρώμα εδώ στα ψηλά. Από πάνω μου ο ουρανός ήταν γαλανός και καθαρός, σαν βλέμμα αθώ- ου κοριτσιού. Ο αέρας ήταν λαγαρός, κρύος και αγκύλωνε τα πνευ- μόνια αν ανάσαινα πιο γρήγορα απ’ όσο έπρεπε. Ένιωθα σαν να ήμουν ολομόναχος, σαν να είχα όλο τον κόσμο δικό μου. Εντάξει, αν όχι όλο τον κόσμο, τουλάχιστον ένα κτήμα στο Αραράτ. Συχνά ανέβαιναν με τ’ αμάξια τους τουρίστες από τον φιδωτό δρόμο του χωριού για να δουν τη θέα και αργά ή γρήγορα κατέληγαν στην αυλή μας. Με ρωτούσαν αν εγώ δούλευα ακόμη το κτηματάκι. Ο λόγος που αυτοί οι μαλάκες το αποκαλούσαν έτσι ήταν μάλλον επειδή πίστευαν πως ένα κτήμα της προκοπής πρέπει να είναι σαν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=