Το βασίλειο

Τ Ο Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο 13 «Ελάτε» είπε και ανέβηκε τη ράμπα προς τον αχυρώνα. Απίθωσε τον Ντογκ σ’ ένα στρώμα από άχυρο και αυτή τη φορά γονάτισε, έσκυψε το κεφάλι και μουρμούρισε κάτι, το οποίο ακούστηκε σαν στίχος από τους αμερικάνικους ψαλμούς που ήξερε. Κοίταξα τον πατέρα μου, έναν άντρα που έβλεπα σε όλη τη σύντομη ζωή μου, αλλά ποτέ έτσι. Διαλυμένο. Ναι, ακριβώς έτσι έδειχνε. Όταν γύρισε προς το μέρος μας, ήταν ακόμη χλωμός, τα χείλη του όμως είχαν πάψει να τρέμουν και το βλέμμα του είχε ανακτήσει την ήρεμη σιγουριά του. «Και τώρα ήρθε η σειρά μας» είπε. Αυτό ήταν. Παρόλο που ο μπαμπάς δεν μας είχε δείρει ποτέ, ο Καρλ έμοιαζε να ζαρώνει δίπλα μου. Ο μπαμπάς χάιδεψε την κάννη του τουφεκιού. «Ποιος από σας…» είπε ψάχνοντας τα λόγια, ενώ συνέχι­ σε να χαϊδεύει το τουφέκι. «Ποιος έσφαξε τον σκύλο μου;» Ο Καρλ ανοιγόκλεινε συνεχώς τα μάτια του, ήταν κατα­ τρομαγμένος. Άνοιξε το στόμα του να το ξεράσει. «Ο Καρλ» είπα. «Αλλά εγώ το αποφάσισα κι εγώ του είπα να το κάνει μόνος του». «Ώστε έτσι, ε;» Το βλέμμα του μπαμπά πηγαινοερχόταν ανάμεσα σ’ εμένα και στον Καρλ. «Η καρδιά μου θρηνεί, το ξέρετε. Θρηνεί, αλλά μόνο ένα πράγμα με παρηγορεί. Και ξέρετε τι είναι αυτό;» Στεκόμασταν αμίλητοι, γιατί, όταν ο μπαμπάς ρωτούσε έτσι, δεν πήγαινε να απαντήσουμε. «Ότι έχω δυο γιους που σήμερα έδειξαν ότι είναι άντρες. Που ανέλαβαν την ευθύνη και πήραν αποφάσεις. Το μαρτύριο της επιλογής· ξέρετε τι είναι; Όταν σε βασανίζει το να διαλέξεις και όχι αυτό που διαλέγεις να κάνεις. Όταν συνειδητοποιείς πως ό,τι κι αν διαλέξεις θα ξυπνάς τις νύχτες και θα υποφέρεις,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=