Το βασίλειο

J O N E S B O 12 απ’ τον σβέρκο και με το άλλο χέρι προσπάθησα να του κό­ ψω τον λαιμό. Όμως παραήμουν προσεκτικός, δεν έγινε τί­ ποτα, ο Ντογκ απλώς τιναζόταν λιγάκι. Μόνο με την τρίτη τα κατάφερα. Όπως όταν ανοίγεις τρύπα στο χαρτόκουτο του χυμού πιο κάτω απ’ όσο πρέπει, το αίμα θαρρείς ξεχύθηκε, σαν να περίμενε πώς και πώς να λευτερωθεί. «Αυτό ήταν» είπα και άφησα το μαχαίρι να μου πέσει στα ρείκια. Είδα το αίμα στις ραβδώσεις και αναρωτήθηκα αν είχε πεταχτεί καθόλου στο πρόσωπό μου, γιατί ένιωσα κάτι ζεστό να τρέχει στα μάγουλά μου. «Κλαις» είπε ο Καρλ. «Μην το πεις στον μπαμπά» είπα. «Ότι έκλαψες;» «Ότι δεν κατάφερες να τον σκοτώσεις… να τον θανατώσεις. Θα πούμε ότι εγώ αποφάσισα πως έπρεπε να γίνει, αλλά ότι εσύ το έκανες. Εντάξει;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει». Κουβάλησα το κουφάρι του σκύλου στους ώμους. Ήταν πιο βαρύ απ’ όσο πίστευα και γλιστρούσε μπρος πίσω. Ο Καρλ προσφέρθηκε να μοιραστούμε τη διαδρομή, είδα όμως την ανακούφιση στο βλέμμα του όταν αρνήθηκα. Άφησα τον Ντογκ μπροστά στη ράμπα της αποθήκης, μπήκα στο σπίτι και φώναξα τον μπαμπά. Καθώς πηγαίναμε στην αποθήκη, του είπα την ιστορία όπως τη συμφωνήσαμε στον δρόμο της επιστροφής. Εκείνος δεν είπε τίποτα, κάθισε μόνο ανακούρκουδα δίπλα στο σκυλί του και έγνεψε σαν να το είχε προβλέψει κάπως, θαρρείς και έφταιγε εκείνος. Μετά σηκώθηκε, πήρε το τουφέκι απ’ τον Καρλ και το πτώμα του Ντογκ παραμάσχαλα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=