Το βασίλειο

J O N E S B O 18 Το αμάξι πλησίασε κοντά μου και το τζάμι του οδηγού κατέβηκε. Έλπιζα να μη φαινόταν, αλλά η καρδιά μου σφυ­ ροκοπούσε. Πόσα γράμματα, μηνύματα στο κινητό, μέιλ και τηλεφωνήματα είχαμε ανταλλάξει όλα αυτά τα χρόνια; Όχι πολλά. Και πάλι όμως, πέρασε κάποια μέρα, έστω και μία, που να μη σκεφτώ τον Καρλ; Με τίποτα. Αλλά ήταν προτι­ μότερο να μου λείπει παρά να ασχολούμαι με τους μπελάδες του. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα ήταν ότι είχε μεγαλώσει. «Συγγνώμη, κύριε, είμαστε στο κτήμα των διάσημων αδερ­ φών Όπγκαρντ;» Και τότε χαμογέλασε ως τ’ αυτιά. Μου έστειλε το ζεστό, καλόκαρδο, ακαταμάχητο χαμόγελό του και ήταν λες και τα δεκαπέντε χρόνια που είχα να τον δω σβήστηκαν και απ’ το πρόσωπό του και απ’ το ημερολόγιο. Το βλέμμα του όμως είχε και κάτι ερευνητικό, σαν να δοκίμαζε τη θερμοκρασία του νερού πριν κάνει μπάνιο. Δεν είχα όρεξη να γελάσω. Όχι ακόμη. Δεν κατάφερα όμως να μην το κάνω. Η πόρτα του αμαξιού άνοιξε. Εκείνος άνοιξε την αγκαλιά του και εγώ μπήκα μέσα. Κάτι μου λέει ότι θα έπρεπε να γίνει το αντίθετο: εγώ, ο μεγάλος αδερφός, να ανοίξω τη δική μου γι’ αυτόν, που γύρισε σπίτι. Αλλά κάπου στην πορεία οι ρόλοι ανάμεσα σ’ εμένα και τον Καρλ είχαν γίνει πιο ασα­ φείς. Είχε μεγαλώσει πιο πολύ από μένα, και σωματικά και ως προσωπικότητα, και τουλάχιστον όταν ήταν με άλλους αυτός είχε το πάνω χέρι. Εγώ έκλεισα τα μάτια, ανατρίχιασα και πήρα μια βαθιά ανάσα, εισπνέοντας τη μυρωδιά του φθινοπώρου, της Cadillac και του μικρού μου αδερφού. Φο­ ρούσε ένα από εκείνα τα «αρρενωπά αρώματα», όπως τα αποκαλούν. Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=