Το βασίλειο

Τ Ο Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο 17 στην αυλή μας. Με ρωτούσαν αν εγώ δούλευα ακόμη το κτη­ ματάκι. Ο λόγος που αυτοί οι μαλάκες το αποκαλούσαν έτσι ήταν μάλλον επειδή πίστευαν πως ένα κτήμα της προκοπής πρέπει να είναι σαν και εκείνα στα χαμηλά, με απέραντα χωράφια, τεραστίων διαστάσεων αποθήκες και πελώρια σπίτια σαν ανάκτορα. Δεν είχαν δει ποτέ τι μπορούσε να κάνει μια καταιγίδα στο βουνό σε μια στέγη που ήταν αρκετά μεγάλη, ούτε είχαν προσπαθήσει ποτέ να ανάψουν φωτιά για να ζε­ σταθούν σ’ ένα μεγαλούτσικο δωμάτιο, ενώ η θύελλα λυσσο­ μανούσε πάνω στους τοίχους, με τη θερμοκρασία να φτάνει τους τριάντα βαθμούς υπό το μηδέν. Δεν ήξεραν τη διαφορά της καλλιεργήσιμης γης από τη χέρσα, ότι ένα κτήμα στο βου­ νό είναι βοσκοτόπι για ζώα και μπορεί να είναι ένα έρημο βασίλειο, αλλά πολλές φορές μεγαλύτερο από την ξιπασμένη πολιτισμένη καλαμποκίσια γη του καμπίσιου αγρότη. Για δεκαπέντε χρόνια και βάλε έμενα εδώ μόνος μου, τώρα όμως μάλλον αυτό τελείωσε: Ένα V8 πλησίαζε μου­ γκρίζοντας κάπου κάτω απ’ τα σύννεφα. Ακουγόταν τόσο κοντά, σαν να πέρασε τη στροφή Γιαπανσβίνγκεν ανεβαίνο­ ντας. Ο οδηγός πάτησε γκάζι, το άφησε, έστριψε σε μια από­ τομη στροφή, ξαναγκάζωσε. Πλησίαζε ολοένα και περισσό­ τερο. Καταλάβαινες ότι αυτές τις στροφές τις είχε περάσει κι άλλες φορές. Και τώρα που άκουγα τους διαφορετικούς ήχους του μοτέρ, τα αγκομαχητά του όταν εκείνος άλλαζε ταχύτητα, το βαθύ μπάσο που μόνο μια Cadillac με χαμηλή ταχύτητα κάνει, συνειδητοποίησα ότι ήταν μια DeVille. Ίδια με το βαρύ μαύρο αμάξι που είχε και ο μπαμπάς. Εννοείται. Και να σου η επιθετική προεξοχή της σχάρας μιας DeVille να στρίβει από την Γκαϊτεσβίνγκεν. Μαύρη. Ωστόσο καινούρ­ γιο μοντέλο, την έκανα γύρω στο ’85. Η μουσική υπόκρουση όμως ήταν όπως η παλιά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=