Το βασίλειο

1 Π ρώτα τον άκουσα και μετά τον είδα. Ο Καρλ είχε γυρίσει. Δεν ξέρω γιατί σκέφτηκα τον Ντογκ, είχαν περάσει γύρω στα είκοσι χρόνια, αλλά ίσως υποπτευό­ μουν ότι η ξαφνική, απροειδοποίητη επιστροφή του Καρλ θα είχε την ίδια αιτία με τότε. Όπως πάντα. Ότι χρειαζόταν βοήθεια από τον μεγάλο του αδερφό. Στεκόμουν έξω στην αυλή, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι. Δυόμισι. Είχε στείλει μήνυμα, τίποτα άλλο, λέγοντας ότι θα έφταναν ως τις δύο. Αλλά ο μικρός μου αδερφός ήταν ανέκα­ θεν αισιόδοξος, πάντα υποσχόταν λίγο πιο πολλά απ’ όσα ήταν σε θέση να τηρήσει. Κοίταξα το τοπίο. Το λίγο που μπορούσα να διακρίνω πάνω από τα χαμηλά σύννεφα. Η βουνοπλαγιά στην άλλη μεριά της κοιλάδας έπλεε σε μια γκρίζα θάλασσα. Η βλάστηση είχε κιόλας αρχίσει να παίρνει ένα κοκκινωπό φθινοπωρινό χρώμα εδώ στα ψηλά. Από πάνω μου ο ουρανός ήταν γαλανός και καθαρός, σαν βλέμμα αθώου κοριτσιού. Ο αέρας ήταν λαγαρός, κρύος και αγκύλωνε τα πνευμόνια αν ανάσαινα πιο γρήγορα απ’ όσο έπρεπε. Ένιωθα σαν να ήμουν ολομόναχος, σαν να είχα όλο τον κόσμο δικό μου. Εντάξει, αν όχι όλο τον κόσμο, τουλάχιστον ένα κτήμα στο Αραράτ. Συχνά ανέβαιναν με τ’ αμάξια τους τουρίστες από τον φιδωτό δρόμο του χωριού για να δουν τη θέα και αργά ή γρήγορα κατέληγαν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=