Το βαμμένο πέπλο

ΤΟ ΒΑΜΜΕΝΟ ΠΕΠΛΟ | 33 Έγειρε λίγο προς το μέρος του με τα σκούρα μάτια της να λάμπουν καθώς τον κοίταζε με πάθος, με το στόμα της μισά- νοιχτο από πόθο· εκείνος την αγκάλιασε. Αφέθηκε στην αγκα- λιά του αναστενάζοντας εκστασιασμένη. «Μπορείς πάντα να στηρίζεσαι σ’ εμένα, το ξέρεις» της είπε. «Είμαι τόσο ευτυχισμένη μαζί σου. Μακάρι να μπορούσα να σου χαρίσω κι εγώ όση ευτυχία μού χαρίζεις εσύ». «Δεν φοβάσαι πια;» «Μισώ τον Γουόλτερ» του απάντησε. Μην ξέροντας τι να της απαντήσει, εκείνος τη φίλησε. Αισθάνθηκε το πρόσωπό της πολύ απαλό πάνω στο δικό του. Της έπιασε το χέρι και κοίταξε την ώρα στο χρυσό ρολο- γάκι που φορούσε στον καρπό της. «Ξέρεις τι πρέπει να κάνω τώρα;» «Να την κοπανήσεις;» του χαμογέλασε. Εκείνος έγνεψε ναι με το κεφάλι. Προς στιγμή γαντζώθη- κε πάνω του, διαισθάνθηκε όμως την επιθυμία του να φύγει και τον άφησε. «Ντροπή να παραμελείς έτσι τη δουλειά σου. Δίνε του». Του ήταν αδύνατο να αντισταθεί στον πειρασμό να φλερ- τάρει. «Σαν πολύ βιάζεσαι ν’ απαλλαγείς από μένα» της είπε με ανάλαφρο ύφος. «Δεν μου αρέσει καθόλου που σ’ αφήνω να φύγεις, το ξέρεις». Η απάντησή της ήταν χαμηλόφωνη, βαθιά και σοβαρή. Εκείνος γέλασε κολακευμένος. «Μη σκοτίζεις το ωραίο κεφαλάκι σου με τον μυστηριώδη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=