Το βαμμένο πέπλο
30 | Γ. ΣΟΜΕΡΣΕΤ ΜΟΜ «Έχεις καθόλου μπράντι εδώ;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Εκείνος συνοφρυώθηκε προς στιγμή· είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του, δεν ήξερε καλά καλά τι να κάνει. Ξαφνικά, εκείνη του άδραξε ακόμα πιο σφιχτά το χέρι. «Κι αν περιμένει έξω;» Πίεσε τον εαυτό του να χαμογελάσει και διατήρησε τον απαλό, πειστικό τόνο φωνής, την απήχηση του οποίου γνώ- ριζε πολύ καλά. «Αυτό είναι μάλλον απίθανο. Δείξε λίγο θάρρος, Κίτι. Από πού κι ως πού να είναι ο άντρας σου; Αν γύριζε σπίτι κι έβλεπε ένα άγνωστο καπέλο στην είσοδο και μετά ανέ- βαινε πάνω κι έβρισκε το δωμάτιό σου κλειδωμένο, θα έκανε σίγουρα φασαρία. Πρέπει να ήταν κάποιος από τους υπηρέτες. Μόνο Κινέζος θα γύριζε πόμολο μ’ αυτό τον τρόπο». Εκείνη είχε κάπως συνέλθει τώρα. «Και η άμα να ήταν, το πράγμα δεν είναι καθόλου αστείο». «Μπορούμε να την πείσουμε να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Εν ανάγκη θα την τρομάξω. Δεν έχεις και πολλά πλεονεκτήματα ως κρατικός λειτουργός, αλλά όλο και κάτι μπορείς να βγάλεις απ’ αυτό». Μάλλον είχε δίκιο. Εκείνη σηκώθηκε, στράφηκε προς το μέρος του και άπλωσε τα χέρια της· την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε στα χείλη. Τόση έκσταση καταντούσε σχε- δόν πόνος. Τον λάτρευε. Την άφησε, κι εκείνη πήγε στο πα- ράθυρο. Τράβηξε το μάνταλο, άνοιξε λίγο το παντζούρι και κοίταξε έξω. Δεν υπήρχε ψυχή. Γλίστρησε στη βεράντα, κοί- ταξε στο ντρέσινγκ ρουμ του άντρα της, έπειτα στο δικό της
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=