Το βαμμένο πέπλο

ΤΟ ΒΑΜΜΕΝΟ ΠΕΠΛΟ | 29 Σιωπή. Έγειρε πάνω του, τα γόνατά της έτρεμαν κι αυ- τός φοβήθηκε μην του λιποθυμήσει. Συνοφρυωμένος, σφίγ- γοντας τα δόντια, την οδήγησε στο κρεβάτι και την έβαλε να καθίσει. Ήταν άσπρη σαν το σεντόνι· και παρά το μπρού- ντζινο χρώμα του, και τα δικά του μάγουλα ήταν χλωμιάσει. Στάθηκε πλάι της κοιτάζοντας συνεπαρμένος το πόμολο από πορσελάνη. Δεν μιλούσαν. Έπειτα πρόσεξε ότι εκείνη έκλαιγε. «Μην κάνεις έτσι, για όνομα του Θεού!» της ψιθύρισε εκνευρισμένος. «Αν την πατήσαμε, την πατήσαμε. Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με θράσος». Κατάλαβε πως έψαχνε για το μαντίλι της και της έδωσε την τσάντα της. «Πού είναι το καπέλο σου;» «Το άφησα κάτω». «Θεέ μου!» «Άκου, πρέπει να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου. Η πι- θανότητα να ήταν ο Γουόλτερ είναι μία τοις εκατό. Για ποιο λόγο να γυρίσει τέτοια ώρα, διάολε; Ποτέ δεν έρχεται σπίτι το μεσημέρι, έτσι δεν είναι;» «Ποτέ». «Βάζω στοίχημα ό,τι θες πως ήταν η άμα». Του χαμογέλασε αχνά. Η βαθιά, χαϊδευτική φωνή του την καθησύχασε· έπιασε το χέρι του και το έσφιξε τρυφερά. Εκεί- νος την άφησε λίγο να συνέλθει. «Κοίτα, δεν γίνεται να μείνουμε εδώ για πάντα» της είπε μετά. «Αισθάνεσαι ότι μπορείς να βγεις στη βεράντα για να ρίξεις μια ματιά;» «Δεν νομίζω ότι θ’ αντέξω».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=