Το τραγούδι της γοργόνας

Τ Ο Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Τ Η Σ Γ Ο Ρ Γ Ο Ν Α Σ 11 Ο ξερακιανός φίλος μας και αυτοανακηρυγμένος ξενα- γός μας, ο Μανόλης, που είχε προσγειωθεί στα τέσσερα κάπου στην άλλη άκρη του καταστρώματος, σηκώθηκε τώρα με μια αξιοθαύμαστη αξιοπρέπεια, στράφηκε προς εμένα και τον Τζορτζ και μας είπε με σπαστά αγγλικά και με τον αέρα φύλαρχου που έχει οδηγήσει τη φυλή του στη Γη της Επαγγελίας: «Αδερφέ μου και αδερφή μου, φτάσα- με στην Κάλυμνο». Και έτσι κι έγινε. Εκεί, άνυδρα γκρίζα βουνά ορθώνονταν βαριά και ρά- θυμα πάνω από τις κορφές των κυμάτων, σημαδεμένα με κίτρινες χαρακιές σαν ρέματα από θειάφι και διάσπαρτα με ακανόνιστα ταξιδιάρικα σύννεφα. Στους πρόποδες των βουνών υπήρχε μια πολίχνη, μια απίθανη κωμόπολη που, κοιτάζοντάς την από την αγριεμένη θάλασσα, φάνταζε σαν μια συστάδα από προσεκτικά τοποθετημένα πολύχρωμα σπιρτόκουτα – μια κουκλόπολη για να απασχοληθεί παίζο- ντας ένα παιδάκι κάποιο βροχερό απομεσήμερο. Πέρα από τους μικρούς λευκούς, γαλάζιους και κιτρινωπούς κύβους, ένας λόφος ορθωνόταν πάνω από μια κοιλάδα με ένα κα- τεστραμμένο τείχος και τρεις στρογγυλούς πύργους. Και κάτω από τα σπίτια απλωνόταν ένα πυκνό δάσος από κα- τάρτια σαν σπίρτα ριγμένα μέσα σε κάτι που το δίχως άλλο θα ήταν ένα παιδικό τάσι γεμισμένο με νερό από τη βρύση του μπάνιου. Τρέμοντας και κλοτσώντας και σκαμπανεβάζοντας, η Αγγελικώ κλυδωνίστηκε μια τελευταία φορά στην ανταρια- σμένη θάλασσα και μετά, ως διά μαγείας, άρχισε να πλέει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=