Το τραγούδι της γοργόνας

C H A R M I A N C L I F T 18 Προφανώς είχαν φτάσει στα όριά τους. Και με το δίκιο τους. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, αυτά τα δυο παιδιά που ήταν μαθημένα σε μια ζωή με τη θαλπωρή, την ασφά- λεια και την τάξη που σου εξασφαλίζουν ένα καλό εισόδη- μα, ένα άνετο σπίτι και δυο στοργικοί γονείς, είχαν βρεθεί να τα τραβολογούν μέσα κι έξω από αεροπλάνα, πλοία, δύσοσμα καΐκια, ξενοδοχεία και πανσιόν και να τους δί- νουν να φάνε χλιαρό καλαμάρι που έσταζε λάδι, κρύα μα- καρόνια, ψωμί χωρίς βούτυρο, βρασμένο κατσικίσιο γάλα που τους έφερνε αναγούλα. Αντί για τον παράδεισο με τη λιακάδα, τον γαλανό ουρανό και τα συμπαθή γαϊδουράκια που τους είχαν υποσχεθεί, είχαν περάσει ατελείωτες ώρες κουρνιασμένα ξεθεωμένα πάνω σε στοίβες αποσκευών, σε θλιβερά αεροδρόμια και βροχερές προβλήτες. Ήταν δυστυ- χισμένα και κρύωναν και νοσταλγούσαν το σπίτι τους. Τα συμπόνεσα με όλη μου την ψυχή. Γιατί ξαφνικά ένιωσα έτσι ακριβώς κι εγώ. «Πες της ότι θα το νοικιάσουμε το σπίτι». Δεν είχε ση- μασία αν παραήταν ψηλό το ενοίκιο ή αν παραείχε υγρασία το σπίτι ή αν το πατάρι έβριθε από ποντίκια. Είχαμε φτάσει στο σημείο όπου έπρεπε πια να κάνουμε μια στάση και να ανασυγκροτηθούμε. Μόνο τότε παρατήρησα πως η βρύση πάνω από τον νεροχύτη της κουζίνας ήταν στερεωμένη σε ένα μικρό ζω- γραφισμένο τσίγκινο ντεπόζιτο, χωρίς κανένα ίχνος από σωλήνες που να οδηγούν σ’ αυτό. «Μα από πού έρχεται το νερό;» ρώτησα. Όχι πολύ μακριά. Δεν είναι τίποτα. Πέντε λεπτά περ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=