Το τελευταίο σπίτι της οδού Νίντλες

T O T E Λ Ε Υ Τ Α Ι Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Ο Δ Ο Υ Ν Ι Ν Τ Λ Ε Σ 15 Τα χέρια μου τρέμουν καθώς γυρίζω τα κλειδιά στα τρία μεγάλα λουκέτα της πίσω πόρτας μου. Κλανγκ, κλανγκ, κλανγκ . Ακόμα και τώρα καθυστερώ να τα κλειδώσω ξανά πίσω μου. Τα πουλιά είναι παντού στην αυλή, σκορπισμένα στο ξερό γρα- σίδι. Σκιρτούν, πιασμένα και αβοήθητα, πάνω σε κάτι που μοιά- ζει με κομμάτια από πισσόχαρτο. Πολλά είναι νεκρά, μπορεί και είκοσι. Κάποια άλλα όχι. Μετράω εφτά καρδιές που χτυ- πάνε ακόμη. Παλεύουν να πάρουν ανάσα · οι μικρές μαύρες γλώσσες τους είναι σφιγμένες από τον πόνο. Το μυαλό μου τρέχει σαν στρατός από μυρμήγκια, προς όλες τις κατευθύνσεις. Χρειάζομαι τρεις ανάσες για να βγάλω νόημα απ’ αυτό που βλέπω. Τη νύχτα κάποιος ήρθε και έστησε ξόβερ- γες σε κάθε ταΐστρα, τις τύλιξε γύρω από τα συρμάτινα κλουβιά, τις ένωσε με τις μπάλες από λίπος που κρέμονται από το σκοι- νί. Όταν το ξημέρωμα τα πουλιά ήρθαν να φάνε, τα πόδια και τα ράμφη τους κόλλησαν. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι: φόνος, φόνος, φόνος… Ποιος θα μπορούσε να κάνει τέτοιο πράγμα στα πουλιά; Έπει- τα σκέφτομαι: Πρέπει να καθαρίσω. Δεν μπορώ να αφήσω τη Λόρεν να τα δει. Εκείνη η κεραμιδόγατα κάθεται στον κισσό δίπλα στον φρά- χτη από συρματόπλεγμα, με τα κεχριμπαρένια μάτια της καρ- φωμένα πάνω μου. «Φύγε!» της φωνάζω. Της πετάω ό,τι βρίσκω πρόχειρο, που είναι ένα άδειο κουτάκι από μπίρα. Το κουτάκι δεν βρίσκει τον στόχο του και χτυπάει τον πάσσαλο του φράχτη με ένα ντανγκκκκκ . Η γάτα φεύγει αργά, με το στρεβλό, αθόρυβο λί- κνισμά της, λες και ήταν δικιά της ιδέα να φύγει. Μαζεύω τα ζωντανά πουλιά. Κολλάνε μεταξύ τους στις χού- φτες μου, δημιουργούν μια αεικίνητη μάζα. Μοιάζουν με τέρας βγαλμένο από εφιάλτη, πόδια και μάτια παντού, ράμφη που

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=