Το τελευταίο σπίτι της οδού Νίντλες

T O T E Λ Ε Υ Τ Α Ι Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Ο Δ Ο Υ Ν Ι Ν Τ Λ Ε Σ 13 και τη σήκωσα. Αυτό με έκανε να νιώσω ακόμα καλύτερα. Όμως από πάνω μου, στη σοφίτα, τα πράσινα αγόρια έκαναν σαματά. Την επόμενη μέρα ήμουν στην εφημερίδα. Ο τίτλος έγραφε: ΕΡΕΥ- ΝΑ ΣE ΣΠΙΤΙ ΥΠΟΠΤΟΥ. Και να την η αφεντιά μου να στέκεται μπροστά στο σπίτι. Έψαξαν κι άλλα σπίτια, αλλά το άρθρο έδι- νε την εντύπωση ότι έψαξαν μόνο το δικό μου και φαντάζομαι ότι οι άλλοι άνθρωποι είχαν την εξυπνάδα να καλύψουν τα πρό- σωπά τους. Χωρίς φωτογραφία δεν υπάρχει ιστορία . Έβαλαν τη φωτογραφία μου δίπλα σ’ εκείνη του Μικρού Κοριτσιού με το Παγωτό Ξυλάκι, που ήταν ένα άρθρο από μόνη της. Η φωτογραφία δεν έδειχνε το όνομα του δρόμου, αλλά θα πρέπει να τον αναγνώρισαν όλοι. Τα παράθυρα ήταν σπασμένα από πέτρες και τούβλα. Πάρα πολλά. Αμέσως μόλις άλλαζα το τζάμι, να σου άλλη μια πέτρα. Κόντευα να τρελαθώ. Συνέβη τόσες φορές, που στο τέλος τα παράτησα και κάρφωσα κόντρα πλακέ στα παράθυρα. Αυτό τους σταμάτησε. Δεν έχει και τόση πλάκα να πετάς πέτρες όταν δεν υπάρχει κάτι να σπάσεις. Έπαψα να βγαίνω στη διάρκεια της μέρας. Ήταν κακή εποχή. Βάζω το Μικρό Κορίτσι με το Παγωτό Ξυλάκι –την εφημερίδα με τη φωτογραφία της θέλω να πω– στο ντουλάπι κάτω από τη σκάλα. Σκύβω για να τη χώσω κάτω κάτω στη στοίβα. Και τότε στο ράφι, μισοκρυμμένο πίσω από τον πύργο με τις εφη- μερίδες, το βλέπω – το κασετόφωνο. Το αναγνωρίζω αμέσως. Είναι της Μαμάς. Παίρνω το μηχά- νημα από το ράφι. Νιώθω παράξενα καθώς το αγγίζω, λες και κάποιος εκεί κοντά μού ψιθυρίζει κάτι, λίγο πιο δυνατά από το όριο της ακοής μου. Υπάρχει ήδη μια κασέτα στο μηχάνημα, μισοχρησιμοποιημέ- νη – περίπου το μισό της μιας πλευράς της έχει ηχογραφηθεί.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=