Το τελευταίο σπίτι της οδού Νίντλες

C A T R I O N A W A R D 12 έδιναν και κάποιες άλλες μού αγόραζαν. Η Μαμά θα ντρεπόταν αν το μάθαινε, αλλά μου άρεσαν πολύ οι καραμέλες. Ποτέ δεν πλησίασα τη λίμνη ή το Μικρό Κορίτσι με το Παγωτό Ξυλάκι. Όταν κάποια στιγμή τελείωσαν και με άφησαν να ξαναμπώ στο σπίτι, μπορούσα να τους μυρίσω παντού. Ίχνη από κολόνια, ιδρώτα, λαστιχένιες σόλες και χημικά. Ήμουν ταραγμένος που είχαν δει τα πολύτιμα πράγματά μου, όπως εκείνη τη φωτογρα- φία της Μαμάς και του Μπαμπά. Η φωτογραφία είχε αρχίσει να ξεθωριάζει από τότε, τα χαρακτηριστικά των προσώπων γί- νονταν όλο και πιο ακαθόριστα. Με εγκατέλειπαν, χάνονταν στο λευκό. Έπειτα, υπήρχε και το σπασμένο μουσικό κουτί πάνω στο ράφι του τζακιού – η Μαμά το είχε φέρει από τη μακρινή της πατρίδα. Το μουσικό κουτί δεν έπαιζε. Το έσπασα την ίδια μέρα που έσπασα και τις ρώσικες κούκλες, τη μέρα που έγινε εκείνο το πράγμα με το ποντίκι. Η μικρή μπαλαρίνα κόπηκε από τη βάση της, έσπασε και πέθανε. Ίσως ένιωσα χειρότερα για κείνη. (Την έλεγα Ελοΐζ, δεν ξέρω γιατί · απλώς μοιάζει με Ελο- ΐζ.) Άκουσα την όμορφη φωνή της Μαμάς στο αυτί μου. Μου παίρνεις τα πάντα, Θίοντορ. Όλο παίρνεις, παίρνεις, παίρνεις . Εκείνοι οι άνθρωποι είχαν κοιτάξει όλα μου τα πράγματα με τα μάτια τους και τις σκέψεις τους και το σπίτι δεν το ένιω- θα πια δικό μου. Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω. Όταν τα άνοιξα ξανά, η ρώσικη κούκλα μού ανταπέδωσε το χαμό- γελο νωθρά. Δίπλα της ήταν το μουσικό κουτί. Η Ελοΐζ η μπαλαρί- να στεκόταν περήφανη και στητή, με τα χέρια της σε τέλεια χορευ- τική στάση πάνω από το κεφάλι της. Η Μαμά και ο Μπαμπάς χαμογελούσαν από τη φωτογραφία. Το όμορφο πορτοκαλί χαλί μου έμοιαζε μ’ ένα στρώμα μαλακά χάπια κάτω από τα πόδια μου. Ένιωσα αμέσως καλύτερα. Όλα ήταν μια χαρά. Ήμουν σπίτι. H Ολίβια έσπρωξε με το κεφάλι της την παλάμη μου. Γέλασα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=