Το τελευταίο σπίτι της οδού Νίντλες

T O T E Λ Ε Υ Τ Α Ι Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Ο Δ Ο Υ Ν Ι Ν Τ Λ Ε Σ 11 τράβηξε μερικές φωτογραφίες όπως στεκόμουν εκεί. Δεν σκέ- φτηκα να τον σταματήσω. «Χωρίς φωτογραφίες δεν υπάρχει άρθρο» μου είπε φεύγο- ντας. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, αλλά με χαιρέτησε χαρούμενα, έτσι κι εγώ του ανταπέδωσα τον χαιρετισμό. «Τι συμβαίνει, κύριε Μπάνερμαν;» Η ντετέκτιβ έμοιαζε με πόσουμ. Φαινόταν πολύ κουρασμένη. «Τίποτα». Έτρεμα. Πρέπει να είσαι ήσυχος, μικρέ Τέντι. Τα δόντια μου χτυπούσαν μεταξύ τους βγάζοντας αμυδρούς ήχους, λες και κρύωνα, αν και στην πραγματικότητα έσκαγα από τη ζέστη. «Φωνάξατε το όνομά μου. Και τη λέξη “πράσινο”, νομίζω». «Θα πρέπει να σκεφτόμουν την ιστορία που σκαρφίστηκα όταν ήμουν παιδί για τα χαμένα αγόρια που μεταμορφώθηκαν σε πρά- σινα πράγματα, κάτω στη λίμνη». Με κοίταξε. Το ήξερα καλά αυτό το βλέμμα. Έτσι με κοιτάζουν διαρκώς. Κρατιόμουν σφιχτά από τον κορμό της μικρής βελανιδιάς στην μπροστινή αυλή. Το δέντρο μού έδινε τη δύναμή του. Υπήρχε κάτι να πω; Ακόμα κι αν υπήρχε, βρισκόταν μετέωρο στις παρυφές της σκέψης μου. «Κύριε Μπάνερμαν, αυτή είναι η μόνη σας κατοικία; Δεν έχετε κανένα άλλο ακίνητο εδώ γύρω; Ούτε κάποια καλύβα που να τη χρησιμοποιείτε όταν πηγαίνετε για κυνήγι ή κάτι τέτοιο;» Σκούπισε τον ιδρώτα από το πάνω χείλος της. Η έγνοια τη βάραινε σαν ένα αμόνι στην πλάτη της. «Όχι» είπα. «Όχι, όχι, όχι». Δεν θα καταλάβαινε αν της έλε- γα για το μέρος που χρησιμοποιούσα τα Σαββατοκύριακα. Η αστυνομία έφυγε τελικά. Έπρεπε, επειδή ήμουν στο 7-Eleven όλο το απόγευμα και αυτό το λένε όλοι. Το λέει η κάμερα ασφα- λείας. Αυτό που συνήθως έκανα ήταν να κάθομαι στο πεζοδρό- μιο δίπλα στις συρόμενες πόρτες. Όταν οι πόρτες άνοιγαν με ένα φσσσς και άφηναν τους ανθρώπους να βγουν με ένα κύμα κρύου αέρα, ζητούσα καραμέλες. Μερικές φορές, αν είχαν, μου

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=