Το τελευταίο σπίτι της οδού Νίντλες

C A T R I O N A W A R D 10 και τόσο νωρίς, ο μισοσκότεινος αέρας είναι ζεστός σαν σούπα. Ο δρόμος μοιάζει πιο ήσυχος απ’ ό,τι είναι συνήθως. Σιωπηλός, σαν να θυμάται. Όταν βλέπω το πρωτοσέλιδο, το στομάχι μου σφίγγεται. Να την. Είχα ξεχάσει πως η επέτειος είναι σήμερα. Δεν τα πάω τόσο καλά με τον χρόνο. Πάντα χρησιμοποιούν την ίδια φωτογραφία. Τα μάτια της είναι μεγάλα κάτω από το γείσο του καπέλου της, τα δάχτυλά της σφίγγουν το ξυλάκι, λες και φοβάται μην της το πάρουν. Τα μαλλιά της είναι υγρά και γυαλιστερά, κομμένα αγορίστικα. Κολυμπούσε, αλλά κανείς δεν την τυλίγει σε μια χνουδωτή πετσέτα για να τη στεγνώσει. Δεν μου αρέσει αυτό. Μπορεί να κρυώσει. Δεν δημοσιεύουν την άλλη φωτογραφία, τη δική μου. Μπήκαν σε μεγάλες φασαρίες μ’ αυτή. Αν και όχι τόσο μεγάλες, αν θέλετε τη γνώμη μου. Ήταν έξι χρονών. Όλοι ταράχτηκαν. Έχουμε πρόβλημα μ’ αυτό στα μέρη μας, ειδικά δίπλα στη λίμνη, έτσι τα πράγματα εξελίχθηκαν γρήγορα. Η αστυνομία ερεύνησε τα σπίτια όλων στην κομητεία που θα μπορούσαν να κάνουν κακό σ’ ένα παιδί. Δεν μου επέτρεψαν να βρίσκομαι μέσα στο σπίτι όσο εκείνοι έκαναν την έρευνα, έτσι βγήκα έξω και στάθηκα στα σκαλιά. Ήταν καλοκαίρι, φωτεινό και ζεστό σαν την επιφάνεια ενός αστεριού. Το δέρμα μου καιγόταν αργά από τον ήλιο καθώς προχωρούσε το απόγευμα. Τους άκουσα να σηκώνουν το άσχη- μο μπλε χαλί στο καθιστικό, να σπάνε τις σανίδες του πατώμα- τος και να ανοίγουν μια τρύπα στο βάθος της ντουλάπας μου, επειδή τους φάνηκε κούφια. Τα σκυλιά έψαξαν στην αυλή μου, στο υπνοδωμάτιό μου, παντού. Ήξερα τι είδους σκυλιά ήταν. Είχαν στα μάτια τους τα λευκά δέντρα του θανάτου. Ένας λε- πτός άντρας με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι ήρθε και μου

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=