Το τελευταίο σπίτι της οδού Νίντλες

T O T E Λ Ε Υ Τ Α Ι Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Ο Δ Ο Υ Ν Ι Ν Τ Λ Ε Σ 19 «Το ίδιο λέω κι εγώ». Είμαι ευγενικός. «Έχεις ωραίο χαμόγελο, Τεντ, το ξέρεις; Θα πρέπει να το χρησιμοποιείς πιο συχνά». Τη χαιρετάω και φεύγω κουτσαίνοντας · προσποιούμαι έναν πόνο που δεν νιώθω, προσέχω να μην πατάω με δύναμη το ματωμένο μου πόδι μέχρι να σιγουρευτώ ότι εκείνη έχει στρίψει στη γωνία. Η Κυρία με το Τσιουάουα δεν προσέχει ότι φεύγω, πράγμα που είναι καλό. Έχασα χρόνο, αλλά όχι πάρα πολύ, ελπίζω. Το πεζοδρόμιο είναι ακόμη ζεστό κάτω από τις πατούσες μου, όχι όμως καυτό. Η μηχανή του γκαζόν συνεχίζει να βουίζει κάπου στο τετράγωνο, η μυρωδιά από το κομμένο γρασίδι απλώνεται βαριά και πράσινη στον αέρα. Ίσως κάνα δυο λεπτά. Όμως δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί στον δρόμο. Και έπρεπε να έχω φο- ρέσει παπούτσια φεύγοντας από το σπίτι. Αυτό ήταν λάθος. Καθαρίζω το χτυπημένο μου πόδι με απολυμαντικό από ένα πράσινο πλαστικό μπουκάλι. Νομίζω ότι προορίζεται για πα- τώματα ή πάγκους, όχι για ανθρώπινο δέρμα. Το πόδι ύστερα από αυτό δείχνει πολύ χειρότερα · η επιδερμίδα είναι κόκκινη και ερεθισμένη. Σίγουρα θα πονούσε αν μπορούσα να το νιώσω. Όμως τουλάχιστον τώρα η πληγή είναι καθαρή. Τυλίγω το πόδι μου με γάζα. Έχω πολλές γάζες και επιδέσμους στο σπίτι. Συμβαίνουν πολλά ατυχήματα. Τα χέρια μου κολλάνε μετά, λες και κάτι έχει μείνει πάνω τους, κάτι που μοιάζει με τσίχλα ή θάνατο. Θυμάμαι να διαβά- ζω κάπου ότι τα πουλιά έχουν ψείρες. Ή μπορεί να ήταν και τα ψάρια. Καθαρίζω και τα χέρια μου με το καθαριστικό για τα πατώματα. Τρέμω. Παίρνω το χάπι που θα έπρεπε να είχα πάρει πριν από λίγες ώρες. Σαν σήμερα, πριν από έντεκα χρόνια, εξαφανίστηκε το Μικρό

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=