Το τελευταίο σπίτι της οδού Νίντλες

C A T R I O N A W A R D 18 που είναι βαμμένο κίτρινο με πράσινη διακοσμητική κορνίζα. Νιώθω ότι έχω μόλις ξεχάσει κάτι ή ότι είμαι έτοιμος να το μάθω. Σύνελθε, λέω στον εαυτό μου. Μη φέρεσαι αλλόκοτα. Οι άνθρωποι προσέχουν το αλλόκοτο. Το θυμούνται. «…ποπό, κοίτα το πόδι σου» λέει η γυναίκα. «Πού είναι τα παπούτσια σου;» Τον ξέρω καλά αυτό τον τόνο. Οι μικρόσωμες γυναίκες θέλουν να φροντίζουν τους μεγάλους άντρες. Μυστή- ριο πράγμα. «Πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου, Τεντ» λέει. «Η μητέρα σου θα ανησυχούσε πολύ για σένα». Βλέπω ότι το πόδι μου είναι υγρό – αφήνει έναν σκούρο κόκκινο λεκέ πάνω στο τσιμέντο. Κάτι θα πρέπει να πάτησα. «Κυνηγάω αυτή την παλιόγατα» λέω. «Δηλαδή την κυνηγούσα. Δεν θέλω να φτάσει τα πουλιά στην αυλή μου». (Δεν πετυχαίνω πάντα τους σωστούς χρόνους. Νιώθω λες και όλα συμβαίνουν στο τώρα και μερικές φορές ξεχνάω ότι έχουν ήδη συμβεί.) «Είναι μεγάλος μπελάς αυτή η γάτα» λέει. Τα μάτια της φωτίζονται από ενδιαφέρον. Της έχω δώσει κάτι άλλο να νιώσει. «Αυτό το γατί είναι σκέτη μάστιγα. Ο δήμος θα πρέπει να φροντίζει τις αδέσποτες γάτες όπως κάνει και με τα άλλα πα- ράσιτα». «Α, συμφωνώ» λέω. «Βεβαίως». (Δεν θυμάμαι ονόματα, αλλά έχω τις δικές μου μεθόδους για να κρίνω και να θυμάμαι τους ανθρώπους. Η πρώτη είναι: Θα είναι καλοί με τη γάτα μου; Δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω αυτή τη γυναίκα να πλησιάσει την Ολίβια.) «Τέλος πάντων, ευχαριστώ» λέω. «Τώρα νιώθω καλύτερα». «Ωραία» λέει. «Γιατί δεν περνάς αύριο για τσάι; Θα φτιάξω μπισκότα». «Δεν μπορώ αύριο». «Καλά λοιπόν, κάποια άλλη στιγμή. Γείτονες είμαστε. Πρέ- πει να φροντίζουμε ο ένας τον άλλο».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=