Το τελευταίο σπίτι της οδού Νίντλες

T O T E Λ Ε Υ Τ Α Ι Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Ο Δ Ο Υ Ν Ι Ν Τ Λ Ε Σ 17 Κουβαλάω τα πτώματα στον σκουπιδοτενεκέ της πίσω αυλής. Πλαδαρά, ζεστά ακόμη σώματα, μαλακά στο άγγιγμα. Μια μηχανή του γκαζόν παίρνει μπροστά κάπου στο τετράγωνο. Η μυρωδιά από το κομμένο γρασίδι ταξιδεύει στον αέρα. Οι άν- θρωποι ξυπνούν. «Είσαι καλά, Τεντ;» Είναι ο Άντρας με τα Μαλλιά στο Χρώ- μα της Πορτοκαλάδας. Βγάζει κάθε μέρα το μεγάλο σκυλί του βόλτα στο δάσος. «Ναι, ναι, μια χαρά» λέω. Ο άντρας κοιτάζει τα πόδια μου. Συνειδητοποιώ ότι δεν φοράω παπούτσια ή κάλτσες. Τα πόδια μου είναι λευκά και τριχωτά. Βάζω το ένα πάνω στο άλλο, αυτό όμως δεν με κάνει να νιώσω καλύτερα. Το σκυλί λαχανιά- ζει και με κοιτάζει με ανοιχτό στόμα. Σε γενικές γραμμές, τα κατοικίδια είναι καλύτερα από τους ιδιοκτήτες τους. Αισθάνο- μαι άσχημα για όλα αυτά τα σκυλιά, τις γάτες, τα κουνέλια και τα ποντίκια. Είναι αναγκασμένα όχι μόνο να ζουν με ανθρώπους αλλά και, ακόμα χειρότερα, να τους αγαπούν. Εντάξει, η Ολίβια δεν είναι κατοικίδιο. Είναι πολύ περισσότερα. (Ελπίζω όλοι να νιώθουν έτσι για τις γάτες τους.) Όταν σκέφτομαι ότι ένας Δολοφόνος κόβει βόλτες γύρω από το σπίτι μου μες στο κρύο σκοτάδι και στήνει παγίδες στην αυλή μου –ίσως κρυφοκοιτάζει και μέσα, παρακολουθεί εμένα, τη Λόρεν και την Ολίβια με νεκρά μάτια σκαθαριού–, η καρδιά μου σφίγγεται. Γυρίζω πίσω. Η Κυρία με το Τσιουάουα στέκεται κοντά μου. Βάζει το χέρι της στον ώμο μου. Αυτό είναι ασυνήθιστο. Κατά κανόνα, δεν αρέσει στους ανθρώπους να μ’ αγγίζουν. Το σκυλί κάτω από τη μασχάλη της τρέμει, κοιτάζει γύρω του αλαφια- σμένο με γουρλωμένα μάτια. Στέκομαι μπροστά από το σπίτι της Κυρίας με το Τσιουάουα,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=