Το τελευταίο σπίτι της οδού Νίντλες

C A T R I O N A W A R D 16 ρουφάνε τον αέρα. Όταν προσπαθώ να τα διαχωρίσω, από τη σάρκα τους ξεκολλάνε πούπουλα. Τα πουλιά δεν βγάζουν κα- νέναν ήχο. Ίσως αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα. Τα πουλιά δεν είναι σαν τους ανθρώπους. Ο πόνος τα κάνει να σιωπούν. Τα παίρνω μέσα και δοκιμάζω ό,τι μπορώ να σκεφτώ για να διαλύσω την κόλλα. Αλλά έπειτα από λίγες μόνο προσπάθειες με το διαλυτικό καταλαβαίνω ότι απλώς κάνω τα πράγματα χειρότερα. Τα πουλιά κλείνουν τα μάτια τους και βαριανασαί- νουν από τις αναθυμιάσεις. Τώρα δεν ξέρω τι να κάνω. Η κόλ- λα είναι γερή σαν σίδερο. Τα πουλιά δεν μπορούν να ζήσουν, αλλά δεν έχουν πεθάνει κιόλας. Σκέφτομαι να τα πνίξω και έπειτα να τα κοπανήσω με ένα σφυρί στο κεφάλι. Κάθε ιδέα που κατεβάζω με κάνει και νιώθω πιο άσχημα. Σκέφτομαι να ξεκλειδώσω το ντουλάπι με το λάπτοπ. Ίσως να πάρω καμιά ιδέα από το ίντερνετ. Όμως δεν ξέρω πού να αφήσω τα πουλιά. Κολλάνε σε ό,τι αγγίζουν. Έπειτα θυμάμαι κάτι που είδα στην τηλεόραση. Αξίζει τον κόπο να το προσπαθήσω, και έχουμε ξίδι. Χρησιμοποιώντας το ένα μου χέρι, κόβω ένα κομμάτι λάστιχο από τη μάνικα, παίρνω ένα μεγάλο τάπερ, μαγειρική σόδα και το λευκό ξίδι κάτω από τον νεροχύτη. Βάζω τα πουλιά προσεκτικά στο τάπερ, το κλεί- νω και περνάω το λάστιχο από μια τρύπα που ανοίγω στο πλαστικό καπάκι. Ανακατεύω τη μαγειρική σόδα και το ξίδι σε μια σακούλα και τη σφίγγω γύρω από το λάστιχο με ένα λα- στιχάκι. Τώρα είναι ένας θάλαμος αερίων. Ο αέρας μέσα στο τάπερ αρχίζει να αλλάζει και σιγά σιγά τα φτερά παύουν να σκιρτούν. Παρατηρώ το όλο πράγμα, επειδή ο θάνατος αξίζει έναν μάρτυρα. Ακόμα και για ένα πουλί. Είναι σχεδόν νεκρά, από τη ζέστη και τον φόβο. Ένα περιστέρι πεθαίνει τελευταίο · η ανάσα του γίνεται πιο ρηχή και έπειτα μένει ασάλευτο. Ο Δολοφόνος με έχει κάνει τώρα κι εμένα δολοφόνο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=